Αποχωρούν κάποιοι παλιοί δάσκαλοι – πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν έχει σημασία – και ορθώς διοργανώνονται τιμητικές εκδηλώσεις, για να βραβευτούν κυρίως το ήθος και η συνέπειά τους.
Ανήκουν στην γενιά εκείνων των δασκάλων που έζησαν την εξαήμερη διδασκαλία, την απογευματινή βάρδια, το υποχρεωτικό κουστούμι, τον εκκλησιασμό, τον αυστηρό έλεγχο ενός συνήθως βλοσυρού επιθεωρητή, την αυταρχικότητα των προϊσταμένων. Οι παλιοί δάσκαλοι, συνταξιούχοι πια, κρατούσαν στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο τον Όμηρο, μιλούσαν στους μαθητές τους για γλώσσα, πατρίδα και πίστη, έβλεπαν τον εαυτό τους θεματοφύλακα της ελληνικής παράδοσης, από τον τρωικό πόλεμο και τον Νικηφόρο Φωκά έως τον Καραϊσκάκη. Ο δάσκαλος αυτός δεν γνώριζε πολλά πράγματα από το τι γινότανε έξω από τα σύνορα του Έθνους, ούτε ξένες γλώσσες και υπολογιστές, κατείχε όμως τα αρχαία ελληνικά και την εθνική μας ιστορία και μετέδιδε τη φλόγα της ψυχής του, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με εντιμότητα, φιλότιμο και ευθύνη.
Τον τύπο αυτό του Έλληνα λογίου και δασκάλου, τον ειρωνεύτηκε, τον πολέμησε και τον κλόνισε στην ψυχή του Έθνους η λεγόμενη προοδευτική διανόησις. Με τις απανωτές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αναπτερώσεις, αναγεννήσεις, ο παλιός εκείνος δάσκαλος, έφυγε λοιδωρημένος και συκοφαντημένος, γιατί δήθεν εκπροσωπούσε το πνεύμα μιας συντηρητικής εποχής. Έφυγε και στη θέση του ξεφύτρωσε ένας νέου τύπου δασκάλος. Ο νέος κοπής δάσκαλος απολαμβάνει πρωτοφανή προνόμια και ευκολύνσεις. Διδάσκει 15 έως 20 ώρες την εβδομάδα. Αν θέλει μπορεί και να μην διδάσκει. Και πάλι δάσκαλος και καθηγητής λέγεται. Δεν ελέγχεται από κανέναν, γιατί έτσι θα παραβιαστούν τα κεκτημένα του. Τον μπουκώνουν με νέες εκπαιδευτικές μεθόδους, του φορτώνουν καινούργια αναλυτικά προγράμματα, του αλλάζουν βιβλία και στο τέλος τα βαριέται όλα, βαριέται και τον εαυτό του και για να γλιτώσει γίνεται συνδικαλιστής. Και πάλι δάσκαλος λέγεται.
Ο παλιός δάσκαλος έπρεπε να αναμετρηθει με μια δύσκαμπτη γλώσσα (καθαρεύουσα), να διδάσκει «Αναγνωστικά», στα οποία έλαμπαν κείμενα λογοτεχνών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάσει η πνευματική φύτρα του έθνους. Πέρασαν από τα σχολεία κλασσικοί φιλόλογοι, διαμάντια και κοσμήματα της εκπαίδευσης, που έπιαναν τα αρχαία κείμενα και τα αρωμάτιζαν με το ταλέντο και τη γνώση τους. Άσπριζαν τα μαλλιά των παλιών δασκάλων μέσα στην τάξη, μετάγγιζαν την πολύτιμη εμπειρία τους στους νεότερους. Όσο βαστούσε ο τύπος του παλιού δασκάλου έβγαιναν το ένα μετά το άλλο βιβλία για τη γραμματεία και την ιστορία του Γένους.
Τώρα οι νέοι δάσκαλοι, με μεταπτυχιακά και διδακτορικά, με σπουδές στο εξωτερικό, γράφουν και συρράφουν σωρό τις πραγματείες για ψυχολογίες νηπίου, παιδιού, εφήβου, για διδακτικές μεθόδους∙ βρίθει η αγορά από βοηθήματα, παραβοηθήματα και λοιπές βαθυστόχαστες κοτσάνες, για κάθε είδους μάθημα. Γράφουν κι ας μην έχουν πατήσει πολλές φορές το ποδάρι τους στην τάξη. Και πάλι δάσκαλοι λέγονται. Ο νέος δάσκαλος διδάσκει «βιβλία γλώσσας», που περιέχουν κείμενα αναιμικά, άνυδρα, ανόητα που θα έκαναν τους παλαιούς δασκάλους να ντρέπονται, γιατί αυτοί ήξεραν τι είναι η πνευματική εντιμότητα.
Οι παλαιοί δάσκαλοι «συνομιλούσαν» με τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Όμηρο, τον Μέγα Βασίλειο, καμάρωναν για την προίκα των προγόνων τους. Με τέτοια τιμαλφή κείμενα φεγγοβολούσε η τάξη και γινόταν «ο δάσκαλος ποιητής και τα βιβλία να είναι σαν κρίνα» (Παλαμάς). Ο νέος δάσκαλος, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» διδάσκει ο ταλαίπωρος, συνταγές μαγειρικής. Και κάθεται και απελπίζεται και μουρμουρίζει κάτι για «μακαρόνια με κιμά» και αναλύει, όχι τα εξαίσια του Σολωμού, αλλά «οδηγίες χρήσης καφετιέρας». Ανέχεται, υπομένει «αγογγύστως» ο νέος δάσκαλος, να διδάσκει τέτοιες τιποτένιες, ψυχοφθόρες «γρατσουνιές», να μεταβάλλει την αίθουσα σε καπηλειό, σε κουζίνα εστιατορίου. Θίγεται η αξιοπρέπεια, η νοημοσύνη του νέου δασκάλου, τον ιδεοπειθαναγκάζουν να σκέφτεται μέτρια και να «παιδαγωγεί» με νερόβραστες κειμενόφουσκες, που συνιστούν απροκάλυπτα προπαιδεία καταναλωτισμού και αποχαύνωσης, και τίποτε δεν κάνει. Φοβάται τις συνέπειες. Ο νέος δάσκαλος, έγινε «εμψυχωτής», διασκεδάζει τους μαθητές, παίζει τον ίδιο ρόλο που έχει η τηλεόραση στη μέση του σαλονιού, μια αέναη παρέλαση εικόνων από τις οποίες δε βγαίνει κανένα νόημα. Και αντί «να τον πιάσει το ελληνικό του» (Μυριβήλης) «τζαλαπατώντας» την βλακεία, κάθεται και αυτοεξεφτελίζεται και καταπίνει την προσβολή. Και ανέχεται να τον προσφωνούν δάσκαλο.
Οι παλιοί δάσκαλοι στηριγμένοι στα ελληνικά κείμενα, κείμενα γεμάτα δροσιά και ευφυΐα, γινωμένα από μάστορες του λόγου, προσπαθούσαν να μάθουν στα ελληνάκια ότι ελευθερία σημαίνει χρέος, ευθύνη και θυσία. Μιλούσαν για πρόοδο, γιατί ήξεραν ότι αυτή καρποφορεί μόνο όταν τρέφεται με το λίπασμα της παράδοσης. Ήταν κακοπληρωμένος ο παλιός δάσκαλος, και δεν βαρυγκομούσε, τον φτέρωνε το αίσθημα του χρέους και όχι η λογική της τσέπης. Οι παλιοί δάσκαλοι, όταν περνούσαν από τα μαγαζιά, έβγαιναν έξω οι άνθρωποι και τους χαιρετούσαν με σεβασμό: «Καλησπέρα δάσκαλε» και οι γονιοί μας το ίδιο, όταν κάθονταν τα καλοκαιρινά βραδάκια στα στέκια της πλατείας, σηκώνονταν και τους προσκαλούσαν με χαρά: «Έλα δάσκαλε, να πάρεις κάτι μαζί μας».
Και τώρα, τον νέο δάσκαλο, τον λένε μίζερο και πενταροκυνηγό. Δεν τον σέβονται, τον λένε δημόσιο υπάλληλο, γιατί δέχεται γονατισμένος όλες τις ταπεινώσεις και ξέρει μόνο να έχει διεκδικήσεις και να πολιτικολογεί. Ο νέος δάσκαλος, αντί να γεμίζει την ψυχή των παιδιών του με φιλοπατρία και Χριστό, πρωτοπορεί στην κατεδάφιση των αξιών. Τον ενοχλεί η πρωινή προσευχή- την βαριέται. Πρωτοστατεί στον «ιερό» αγώνα να καταργηθούν οι παρελάσεις. Έγινε φίλος με τους μαθητές – για να κρύψει, πολλές φορές, την ασχετοσύνη του. Κατακρεουργεί την γλώσσα –την αγνοεί και γιατί έτσι νομίζει πως είναι δημοκρατικός. Διαπληκτίζεται με καδρόνια στις αστείες απεργίες των 10 ευρώ. Ξέπεσε από το βάθρο του δασκάλου και νομίζει ο καημένος πως είναι ακόμη δάσκαλος.
Πού είναι ο παλιός ο δάσκαλος να βροντοφωνάξει «δεν θέλω γω καινούργια, ξένα δώρα, παλιά, δικά μου πλούτη σου ζητώ». Πού είναι ο παλιός, ο λησμονημένος δάσκαλος, για να ανασύρει από τη σκονισμένη βιβλιοθήκη τα «Πατερικά Κείμενα» και να διαβάσει, στους νέους δασκάλους, την παραίνεση τού μεγαλύτερου Δασκάλου των δασκάλων, του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. «Το πρότυπο του βίου να είσαι εσύ∙ να προβάλλεις σαν εικόνα, σαν ζωντανός νόμος, σαν κανόνας και ορόσημο υποδειγματικής ζωής. Τέτοιος πρέπει να είναι ο δάσκαλος».
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Θεολόγος
Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007
Ανήκουν στην γενιά εκείνων των δασκάλων που έζησαν την εξαήμερη διδασκαλία, την απογευματινή βάρδια, το υποχρεωτικό κουστούμι, τον εκκλησιασμό, τον αυστηρό έλεγχο ενός συνήθως βλοσυρού επιθεωρητή, την αυταρχικότητα των προϊσταμένων. Οι παλιοί δάσκαλοι, συνταξιούχοι πια, κρατούσαν στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο τον Όμηρο, μιλούσαν στους μαθητές τους για γλώσσα, πατρίδα και πίστη, έβλεπαν τον εαυτό τους θεματοφύλακα της ελληνικής παράδοσης, από τον τρωικό πόλεμο και τον Νικηφόρο Φωκά έως τον Καραϊσκάκη. Ο δάσκαλος αυτός δεν γνώριζε πολλά πράγματα από το τι γινότανε έξω από τα σύνορα του Έθνους, ούτε ξένες γλώσσες και υπολογιστές, κατείχε όμως τα αρχαία ελληνικά και την εθνική μας ιστορία και μετέδιδε τη φλόγα της ψυχής του, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με εντιμότητα, φιλότιμο και ευθύνη.
Τον τύπο αυτό του Έλληνα λογίου και δασκάλου, τον ειρωνεύτηκε, τον πολέμησε και τον κλόνισε στην ψυχή του Έθνους η λεγόμενη προοδευτική διανόησις. Με τις απανωτές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αναπτερώσεις, αναγεννήσεις, ο παλιός εκείνος δάσκαλος, έφυγε λοιδωρημένος και συκοφαντημένος, γιατί δήθεν εκπροσωπούσε το πνεύμα μιας συντηρητικής εποχής. Έφυγε και στη θέση του ξεφύτρωσε ένας νέου τύπου δασκάλος. Ο νέος κοπής δάσκαλος απολαμβάνει πρωτοφανή προνόμια και ευκολύνσεις. Διδάσκει 15 έως 20 ώρες την εβδομάδα. Αν θέλει μπορεί και να μην διδάσκει. Και πάλι δάσκαλος και καθηγητής λέγεται. Δεν ελέγχεται από κανέναν, γιατί έτσι θα παραβιαστούν τα κεκτημένα του. Τον μπουκώνουν με νέες εκπαιδευτικές μεθόδους, του φορτώνουν καινούργια αναλυτικά προγράμματα, του αλλάζουν βιβλία και στο τέλος τα βαριέται όλα, βαριέται και τον εαυτό του και για να γλιτώσει γίνεται συνδικαλιστής. Και πάλι δάσκαλος λέγεται.
Ο παλιός δάσκαλος έπρεπε να αναμετρηθει με μια δύσκαμπτη γλώσσα (καθαρεύουσα), να διδάσκει «Αναγνωστικά», στα οποία έλαμπαν κείμενα λογοτεχνών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάσει η πνευματική φύτρα του έθνους. Πέρασαν από τα σχολεία κλασσικοί φιλόλογοι, διαμάντια και κοσμήματα της εκπαίδευσης, που έπιαναν τα αρχαία κείμενα και τα αρωμάτιζαν με το ταλέντο και τη γνώση τους. Άσπριζαν τα μαλλιά των παλιών δασκάλων μέσα στην τάξη, μετάγγιζαν την πολύτιμη εμπειρία τους στους νεότερους. Όσο βαστούσε ο τύπος του παλιού δασκάλου έβγαιναν το ένα μετά το άλλο βιβλία για τη γραμματεία και την ιστορία του Γένους.
Τώρα οι νέοι δάσκαλοι, με μεταπτυχιακά και διδακτορικά, με σπουδές στο εξωτερικό, γράφουν και συρράφουν σωρό τις πραγματείες για ψυχολογίες νηπίου, παιδιού, εφήβου, για διδακτικές μεθόδους∙ βρίθει η αγορά από βοηθήματα, παραβοηθήματα και λοιπές βαθυστόχαστες κοτσάνες, για κάθε είδους μάθημα. Γράφουν κι ας μην έχουν πατήσει πολλές φορές το ποδάρι τους στην τάξη. Και πάλι δάσκαλοι λέγονται. Ο νέος δάσκαλος διδάσκει «βιβλία γλώσσας», που περιέχουν κείμενα αναιμικά, άνυδρα, ανόητα που θα έκαναν τους παλαιούς δασκάλους να ντρέπονται, γιατί αυτοί ήξεραν τι είναι η πνευματική εντιμότητα.
Οι παλαιοί δάσκαλοι «συνομιλούσαν» με τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Όμηρο, τον Μέγα Βασίλειο, καμάρωναν για την προίκα των προγόνων τους. Με τέτοια τιμαλφή κείμενα φεγγοβολούσε η τάξη και γινόταν «ο δάσκαλος ποιητής και τα βιβλία να είναι σαν κρίνα» (Παλαμάς). Ο νέος δάσκαλος, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» διδάσκει ο ταλαίπωρος, συνταγές μαγειρικής. Και κάθεται και απελπίζεται και μουρμουρίζει κάτι για «μακαρόνια με κιμά» και αναλύει, όχι τα εξαίσια του Σολωμού, αλλά «οδηγίες χρήσης καφετιέρας». Ανέχεται, υπομένει «αγογγύστως» ο νέος δάσκαλος, να διδάσκει τέτοιες τιποτένιες, ψυχοφθόρες «γρατσουνιές», να μεταβάλλει την αίθουσα σε καπηλειό, σε κουζίνα εστιατορίου. Θίγεται η αξιοπρέπεια, η νοημοσύνη του νέου δασκάλου, τον ιδεοπειθαναγκάζουν να σκέφτεται μέτρια και να «παιδαγωγεί» με νερόβραστες κειμενόφουσκες, που συνιστούν απροκάλυπτα προπαιδεία καταναλωτισμού και αποχαύνωσης, και τίποτε δεν κάνει. Φοβάται τις συνέπειες. Ο νέος δάσκαλος, έγινε «εμψυχωτής», διασκεδάζει τους μαθητές, παίζει τον ίδιο ρόλο που έχει η τηλεόραση στη μέση του σαλονιού, μια αέναη παρέλαση εικόνων από τις οποίες δε βγαίνει κανένα νόημα. Και αντί «να τον πιάσει το ελληνικό του» (Μυριβήλης) «τζαλαπατώντας» την βλακεία, κάθεται και αυτοεξεφτελίζεται και καταπίνει την προσβολή. Και ανέχεται να τον προσφωνούν δάσκαλο.
Οι παλιοί δάσκαλοι στηριγμένοι στα ελληνικά κείμενα, κείμενα γεμάτα δροσιά και ευφυΐα, γινωμένα από μάστορες του λόγου, προσπαθούσαν να μάθουν στα ελληνάκια ότι ελευθερία σημαίνει χρέος, ευθύνη και θυσία. Μιλούσαν για πρόοδο, γιατί ήξεραν ότι αυτή καρποφορεί μόνο όταν τρέφεται με το λίπασμα της παράδοσης. Ήταν κακοπληρωμένος ο παλιός δάσκαλος, και δεν βαρυγκομούσε, τον φτέρωνε το αίσθημα του χρέους και όχι η λογική της τσέπης. Οι παλιοί δάσκαλοι, όταν περνούσαν από τα μαγαζιά, έβγαιναν έξω οι άνθρωποι και τους χαιρετούσαν με σεβασμό: «Καλησπέρα δάσκαλε» και οι γονιοί μας το ίδιο, όταν κάθονταν τα καλοκαιρινά βραδάκια στα στέκια της πλατείας, σηκώνονταν και τους προσκαλούσαν με χαρά: «Έλα δάσκαλε, να πάρεις κάτι μαζί μας».
Και τώρα, τον νέο δάσκαλο, τον λένε μίζερο και πενταροκυνηγό. Δεν τον σέβονται, τον λένε δημόσιο υπάλληλο, γιατί δέχεται γονατισμένος όλες τις ταπεινώσεις και ξέρει μόνο να έχει διεκδικήσεις και να πολιτικολογεί. Ο νέος δάσκαλος, αντί να γεμίζει την ψυχή των παιδιών του με φιλοπατρία και Χριστό, πρωτοπορεί στην κατεδάφιση των αξιών. Τον ενοχλεί η πρωινή προσευχή- την βαριέται. Πρωτοστατεί στον «ιερό» αγώνα να καταργηθούν οι παρελάσεις. Έγινε φίλος με τους μαθητές – για να κρύψει, πολλές φορές, την ασχετοσύνη του. Κατακρεουργεί την γλώσσα –την αγνοεί και γιατί έτσι νομίζει πως είναι δημοκρατικός. Διαπληκτίζεται με καδρόνια στις αστείες απεργίες των 10 ευρώ. Ξέπεσε από το βάθρο του δασκάλου και νομίζει ο καημένος πως είναι ακόμη δάσκαλος.
Πού είναι ο παλιός ο δάσκαλος να βροντοφωνάξει «δεν θέλω γω καινούργια, ξένα δώρα, παλιά, δικά μου πλούτη σου ζητώ». Πού είναι ο παλιός, ο λησμονημένος δάσκαλος, για να ανασύρει από τη σκονισμένη βιβλιοθήκη τα «Πατερικά Κείμενα» και να διαβάσει, στους νέους δασκάλους, την παραίνεση τού μεγαλύτερου Δασκάλου των δασκάλων, του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. «Το πρότυπο του βίου να είσαι εσύ∙ να προβάλλεις σαν εικόνα, σαν ζωντανός νόμος, σαν κανόνας και ορόσημο υποδειγματικής ζωής. Τέτοιος πρέπει να είναι ο δάσκαλος».
Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Θεολόγος
Αντίβαρο, Ιανουάριος 2007
«Τότε θα τραγουδήσουν οι κύκνοι, όταν σιωπήσουν οι κόρακες».
Πίνδαρος
Πίνδαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
● Οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην ταυτίζονται με τα περιεχόμενα του άρθρου. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
● Οι διαχειριστές του ιστολόγιου δεν ευθύνονται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει.
● Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, γενικά και εναντίον των συνομιλητών ή των συγγραφέων.
● Μην δημοσιεύετε άσχετα σχόλια με το θέμα.
● Με βάση τα παραπάνω οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.