Αναφορικώς με την Συνθήκη του Λονδίνου, να σημειωθεί ότι συμφώνως προς τη Συνθήκην αυτήν παρεχωρείτο εις τα νικηφόρα βαλκανικά κράτη το σύνολο των εδαφών των ευρισκομένων δυτικώς του ορίου Αίνος-Μηδεία, εκτός της Αλβανίας (άρθρον 2). Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία, όπως προβλέπει εις το άρθρον 3, ανέθεταν εις τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις (υπό την Πρεσβευτικήν Συνδιάσκεψη την συνεχίζουσα τις συνομιλίες), την χάραξη των συνόρων και τον διακανονισμόν των ζητημάτων των αφορώντων εις την Αλβανία, καθώς τους παρείχαν την δυνατότητα, την προβλεπομένην εις το άρθρον 5, να αποφανθούν περί του καθεστώτος των νήσων του Αιγαίου, πλήν Κρήτης (άρθρο 4) τα οποία επαραχωρούντο εις την Ελλάδα.
Του Ι. Μάζη για το slpress.gr
Με την ευκαιρία αυτή, καλόν θα είναι να θυμηθούμε τα δύο ανωτέρω αναφερθέντα, και άκρως σημαντικά διπλωματικά κείμενα, εκ των οποίων τα απορρέοντα εδαφικά και πληθυσμιακά αποτελέσματα ελήφθησαν απολύτως υπόψιν από την εν λόγω Συνθήκη. Το κείμενον της τελευταίας, όμως, (προς μεγίστην απορίαν όλων των Ελλήνων που έγιναν κοινωνοί και ακροατές των προφερθέντων κατηγορηματικών αναφορών του Ν. Κοτζιά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου), ουδαμόθεν αναφέρει τον όρον «Μακεδονία». Συνεπώς, οφείλω να αναρωτηθώ σχετικώς με την σκοπιμότητα της πολλαπλής αναφοράς του, εφόσον εις ουδεμίαν περίπτωσιν δεν δύναμαι να αποδώσω δόλον. Προφανώς, οι σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν πλημμελώς ή απλώς εντελώς εσφαλμένα.
Είναι σημαντικότατον, επίσης, το γεγονός ότι εις την «Απογραφή του πληθυσμού του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας της 31ης Ιανουαρίου του 1921» ουδείς δηλώνει «Μακεδόνας» και ουδαμόθεν υπάρχει μνεία δήθεν «μακεδονικής γλώσσης». Και αυτό, οκτώ συναπτά έτη μετά από την υπογραφήν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913! Συνεπώς, οι όποιες αναφορές, όπου και εάν αυτές εντοπίζονται, ότι εις την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, η δήθεν προσδιορισθείσα ως «γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας» κατενεμήθη με το 51% του εδάφους της εις την Ελλάδα, το 39% εις την Σερβία (την κληθείσα σήμερα ΠΓΔΜ), το 9,5% εις την Βουλγαρία και το 0,5% του εδάφους εις την Αλβανία είναι παντελώς ανακριβής και απολύτως απατηλή!
Κυρίως μάλιστα, εάν τούτο χρησιμοποιείται ως μέγιστον επιχείρημα περί δήθεν «αναγκαστικής φύσεως» των διαπραγματευτικών χειρισμών κατά την διαδικασία συντάξεως του κειμένου της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Και μάλιστα, να συγκρίνεται η θέση των διαφωνούντων με την κακίστη αυτή Συμφωνία των Πρεσπών με την αδοκήτως προκύπτουσα δήθεν άρνηση της Συνθήκης της Λωζάννης! Αλλίμονον!
Χάρτης 3.
Υπάρχει όμως ο Χάρτης (βλ. Χάρτη 3) ο οποίος παρουσιάζει σχεδόν όλη την βαλκανική οριζόντια ζώνη ως βουλγαρική: είναι ο σχεδιασθείς από τον αυστριακό γεωγράφο και χαρτογράφο Η. Κiepert (1876), ο οποίος, μισθοδοτούμενος από την ρωσική και βουλγαρική διπλωματία, ήταν εκείνος, ο οποίος παρουσίαζε προπαγανδιστικώς, ως βουλγαρικό το μέγιστο μέρος των εδαφών της σημερινής Μακεδονίας και της Θράκης. Δεν προκαλεί έκπληξιν, λοιπόν, το ότι επί της εν λόγω χαρτογραφικής αποτυπώσεως εβασίσθη η ρωσική διπλωματική εκπροσώπηση κατά την Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 1877. Επ’ αυτής της χαρτογραφικής βάσεως εσχεδιάσθη και η Μεγάλη Βουλγαρία με την Συνθήκην του Αγίου Στεφάνου (1878).
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ως Πρόεδρος του «Συλλόγου προς διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων», αντέδρασε προσφέροντας σωρείαν στοιχείων εις τον Αυστριακόν γεωγράφο-χαρτογράφο, ώστε να επανασχεδιάσει τον Χάρτη του. Αυτός, όμως, ηρνήθη την συμβολήν του Έλληνος ιστορικού. Τότε, ο Παπαρηγόπουλος απηυθύνθη προς τον Βρετανό γεωγράφο Edward Stanford και του εζήτησε την άδεια να καταθέσει εις το Συνέδριον του Βερολίνου τον υπ’ αυτού σχεδιασθέντα, εν έτει 1877, εθνογραφικόν Χάρτη (Βλ. Χάρτη 3), πράγμα το οποίον και έγινε.
Η κατάθεσις του συγκεκριμένου Χάρτου του Ε. Stanford απετέλεσε και τον κύριον μοχλόν ανατροπής της προγενεστέρας Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, συμφώνως προς την οποίαν σχεδόν ολόκληρη η περιοχή των κεντρικών και ανατολικών Βαλκανίων παρεδίδετο εις την Βουλγαρία. Αυτό συνέβη διότι, εις τον Χάρτη του Βρετανού γεωγράφου-χαρτογράφου, η ελληνική παρουσία ήτο κυρίαρχος εις όλην την ανωτέρω περιοχήν (Βλ. Χάρτη 4).Χάρτης 4.
Επανερχόμενοι όμως εις το Πρωτόκολλον των Αθηνών, διευκρινίζομεν ότι δι’ αυτού απεφασίσθη η σύναψη της Συνθήκης Φιλίας και Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος (Ελευθέριος Βενιζέλος) και Σερβίας (Νικόλα Πάσιτς), υπογραφείσα την 1η Ιουνίου 1913 και προβλέπουσα κοινά ελληνοσερβικά σύνορα, άνευ παρεμβολής ετέρου κράτους, αλλά και κοινήν αμυντικήν αντίδραση εις περίπτωσιν επιθέσεως εκ μέρους τρίτων κρατών (π.χ. Βουλγαρίας). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, και κυρίως εκ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, ουδαμώς προκύπτει η ύπαρξη κρατικής οντότητος μεταξύ των ελληνοσερβικών συνόρων υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία». Η σταλινοτιτοϊκή πολιτική ήτο εκείνη η οποία την εδημιούργησε.
Ενισχυτικώς, αναφέρομε ότι η Βουλγαρία, θέλουσα να προκαταλάβει την τακτοποίηση των συνόρων και των σχέσεών της με την FYROM, έσπευσε να υπογράψει Συνθήκην Φιλίας μετά του κράτους αυτού, επιλύουσα, συμφώνως προς τα εθνικά της συμφέροντα, τα εκρεμμούντα διμερή ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βουλγαρία δηλαδή, αναγνωρίζουσα ακριβώς αυτήν την ανάγκην, το έπραξε. Πώς όμως; Οπωσδήποτε όχι όπως η Ελλάς εις τις «Πρέσπες». Το έπραξε μεριμνώσα:
Πρώτον: Να απαλλαγεί από κάθε είδους διεκδίκησιν της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» επί των εδαφών της βουλγαρικής επαρχίας της «Μακεδονίας του Πιρίν».
Δεύτερον: Να αποφύγει την αναγνώριση ιδιαιτέρας «μακεδονικής εθνότητος» και επιβάλλουσα τον ορισμόν της «μακεδονικής γλώσσης ως συνταγματικής γλώσσης» της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και όχι ως ιδιαιτέρας «εθνικής γλώσσης». Και αυτό, διότι είναι γνωστή η άποψη των βαλκανιολόγων διεθνώς -η συνοψιζομένη από τον Goran Sekulovski- ο οποίος γράφει: «Κατά την γέννεσιν των βαλκανικών εθνικών κρατών, η θρησκευτική ταυτότητα (αυτή του Rum–Millet ή millet orthodoxe) αντικατεστάθη από την γλωσσική ταυτότητα, η οποία σε τελευταία ανάλυση μετατρέπεται σε σύνορο εθνικής διαφοροποιήσεως. Ή, όπως ακριβώς αναφέρει ο Εmmanuel de Martonne (1920, σ. 82) «η γλώσσα έγινε το σύμβολο της εθνικότητος/nationalité».
Αποτελεί δε πλάνην, μεταφερθείσα και εις το ελληνικόν Κοινοβούλιον η ρήτρα, καταγραφείσα μάλιστα και εις το κείμενον των «Πρεσπών» όπου αναφέρεται, λανθασμένως ότι: (άρθρο 1 παράγραφος 3:[…]) «Γ) Η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική Γλώσσα» όπως αναγνωρίστηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας συμφωνίας.
Λέγομε «λανθασμένως» διότι καμμία τέτοια αναγνώρισις δεν υπάρχει εις το εν λόγω κείμενον! Τόσο που εις ουδέτερος κριτής, θα ηδύνατο να το θεωρήσει και ως εξαπάτησιν του Κοινοβουλίου, πράγμα το οποίον παραβιάζει το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών. Και αυτό διότι, εις την σελίδα iii του εν λόγω κειμένου της Συνδιασκέψεως αναφέρεται ρητώς ως «Προοίμιον» το εξής:
«Οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί/ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού σε αυτήν την δημοσίευση δεν υποδηλούν την έκφραση οιασδήποτε απόψεως από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αφορώσα εις το νομικόν καθεστώς οιασδήποτε χώρας, περιφερείας, πόλεως ή περιοχής ή περί των διοικητικών Αρχών αυτών, ή αφορώσα τον καθορισμόν των ορίων ή των συνόρων αυτών».
Τρίτον: Να μην επιτρέψει εις τα Σκόπια να προσφέρουν το έδαφός των εις οργανώσεις και ομάδες, οι οποίες θα στοχεύουν εις «την διεξαγωγήν ανατρεπτικών, αποσχιστικών ενεργειών και πράξεων που απειλούν την ειρήνη και την ασφάλεια» της Βουλγαρίας. Συνεπώς, είναι ευνόητον, ότι οιαδήποτε υποχώρησις σε θέματα «μακεδονικής γλώσσης» σημαίνει και υποχώρησιν σε θέματα «nationalité», δηλαδή εθνότητος. Επιβάλλεται, όμως, να αναφερθούμε και εις την λατινικήν γραφήν της προσωρινής ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως και εις τις συνοδές διαστροφικές ερμηνείες της από τους υποστηρικτές της «Συμφωνίας των Πρεσπών».
Εδώ, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι με δεδομένη την δημιουργία της FYROM και της αναγνωρίσεώς της από τον ΟΗΕ ως «Ex-République yougoslave de Macédoine», στις 8 Απριλίου του 1993, η θέση της παύλας (-) ευρίσκεται μεταξύ του χρονικού προσδιορισμού (ex/πρώην) και της ονομασίας «République yougoslave deMacédoine» εις τον επίσημο κατάλογο των κρατών Μελών του ΟΗΕ.
Η σημείωση αυτή καταρρίπτει και την εγχώριο μυθολογία των υποστηρικτών της συνθέτου ονομασίας για το «τι», δήθεν, προσδιορίζει ο όρος «πρώην»! Είναι, λοιπόν, σαφές πλέον ότι το «πρώην» αναφέρεται εις την ονομασίαν καθ’ ολοκληρίαν, η οποία ήτο και προσωρινή, άρα ανεφέρετο, καθ’ ολοκληρίαν, εις την «γιουγκοσλαβικήν» ομόσπονδον οντότητα και όχι εις κάποιο «κράτος υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία».
Βάσει των ανωτέρω, και αυστηρώς διεθνοδικαϊκώς ομιλούντες, Αθήνα και Βελιγράδι, μαζί με την FYROM, θα έπρεπε να συσκεφθούν ούτως ώστε:
Να επισημοποιηθούν τα σύνορα αυτού του νέου κράτους που προήλθε από το ομόσπονδον κρατίδιον της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» και τα οποία, συμφώνως προς τα ανωτέρω κείμενα, αποτελούν διεθνοδικαϊκόν κεκτημένον των στρατιωτικών αποτελεσμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος και Σερβίας.
Να ορισθεί με κοινήν συμφωνία των τριών η οριστική ονομασία του κράτους.
Η nationality (δηλ.: «εθνικότητα» αν υπάρχει κοινή τοιαύτη μεταξύ των υπηκόων του) και όχι όπως μετεφράσθη λανθασμένως(;) ως «ιθαγένεια» (της οποίας η ορθή μεταφορά είναι «citizenship») εις το κείμενον της προσφάτως υπογραφείσης Συμφωνίας.
Η ονομασία όλων των παραγώγων των ανωτέρω: γλώσσα, εμπορικές ονομασίες κ.τ.λ.
Η διευθέτησις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών των 300.000 Ελλήνων οι οποίοι διαβιούν εις τα εδάφη της FYROM και τα οποία έχουν καταστεί ανύπαρκτα υπό το κράτος των «αφομοιωτικών πολιτικών» των σοβινιστικών κυβερνήσεων της FYROM.
Ουδέν εκ των ανωτέρω ετέθη υπό διαπραγμάτευση κατά την σύνταξη του κειμένου της υπογραφείσης, και κακίστης δια τα εθνικά συμφέροντα Συμφωνίας, με αποτέλεσμα να απολεσθούν ευκαιρίες και δυνατότητες διπλωματικών πιέσεων προς την altera pars και, συνεπώς, την απώλειαν άκρως καλυτέρων αποτελεσμάτων για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και για την πραγματική εξάλειψιν του αβασίμου αλυτρωτισμού των σκοπιανών κύκλων (πράγμα που καθίσταται διαυγές και σαφές από τις μέχρι σήμερον δηλώσεις του κου Ζάεφ).
Οι κύκλοι αυτοί δεν θα παύσουν να δημιουργούν και εις το μέλλον πολύ μεγαλυτέρας σημασίας προβλήματα και να διενεργούν αποσταθεροποιητικές προσπάθειες εις το εσωτερικόν της ελληνικής επικρατείας δια μέσου διαφόρων δήθεν «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», «Μακεδονικών Εταιρειών» κλπ., οι οποίες όλως περιέργως δεν θα αυτοαποκαλούνται «βορειομακεδονικές», ως θα ώφειλαν κατά τα απαιτούμενα από την Συμφωνίαν, αλλά «Μακεδονικές».
Θα επικαλούνται τον εθνοτικόν και γλωσσικόν όρον («nationality», άρα ως «national definition / εθνικό προσδιορισμό», όπως και τον ανάλογο «linguistic definition / γλωσσικόν προσδιορισμόν, ενισχυτικόν του εθνικού προσδιορισμού»). Ορθή χρήση ακόμη και αυτών των μη αποδεκτών όρων θα προϋπέθετε την χρήση των ως «βορειομακεδονική εθνικότητα» ή -κατά την αμφιλεγομένη ελληνικήν ερμηνευτικήν απόδοση- «βορειομακεδονική ιθαγένεια» όπως και «βορειομακεδονική γλώσσα».
Τέλος οι δικαιολογίες για το Μ.Μαξίμου και τη Συμφωνία των Πρεσπών. Φορείς της Βορείου Ελλάδος έβγαλαν ένα πόρισμα που καίει την κυβέρνηση και αποκαλύπτει τον αλυτρωτισμό που πηγάζει από την προδοτικοί Συμφωνία των αριστερών.
Σύμφωνα με τη μελέτη των φορέων, οι Σκοπιανοί αποκτούν το δικαίωμα και θα το πράξουν, να απαιτήσουν στο μέλλον προσάρτηση της «Βόρειας Μακεδονίας» με τη «Νότια», κάτι που οι ίδιοι οι Σλάβοι θα θεωρήσουν «ενοποίηση».
Παράλληλα, τεράστια προβλήματα δημιουργούνται και στο εμπόριο καθώς θα αυξηθεί η επιθετικότητα προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, ως προς την προέλευση των προϊόντων.
«Όχι μόνο δεν απαλείφονται με τη Συμφωνία των Πρεσπών η πλαστογράφηση της Μακεδονικής Ιστορίας και ο Αλυτρωτισμός των Σλάβων της ΠΓΔΜ, αλλά επιτείνονται και αποκτούν μια πολύ επικίνδυνη και επίσημη δυναμική, καθώς θα υπάρχει πλέον (μετά την κύρωσή της) μια κρατική οντότητα με το διεθνώς αναγνωρισμένο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» και ένας «Μακεδονικός» λαός που θα μπορεί, κατά τη βούλησή του, να εργάζεται πλέον για την εθνική του ολοκλήρωση με την «απελευθέρωση» και προσάρτηση της «Νότιας Μακεδονίας (του Αιγαίου)».
Τα παραπάνω επισημαίνονται στο πόρισμα ομάδας εργασίας που συγκρότησαν φορείς της Βόρειας Ελλάδας με πρωτοβουλία του παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Στο ίδιο πόρισμα, προβλέπεται –σε περίπτωση κύρωσης της Συμφωνίας- μελλοντική «επιθετικότητα» σε βάρος των ελληνικών επιχειρήσεων που παράγουν και εμπορεύονται διεθνώς προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε., με κάθε ένδικο μέσο, αναφέρει ο Βαγγέλης Μωυσής στο The President.
Οι φορείς καταλήγουν με το αίτημα να μην κυρωθεί η Συμφωνία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Στην ομάδα εργασίας συμμετείχαν:
1) ο κ. Αθανάσιος Σαρόπουλος, Πρόεδρος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. και Συντονιστής της Ομάδας Εργασίας με αναπληρωτή τον κ. Δημήτριο Βαφειάδη, Αντιπρόεδρο της Δ.Ε.
2) ο κ. Στυλιανός Θεοδουλίδης, Μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Εξαγωγέων – ΣΕΒΕ με αναπληρωτή τον κ. Συμεών Διαμαντίδη, Οικονομικό Επόπτη του ΣΕΒΕ,
3) ο κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, Α΄ Αντιπρόεδρος του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) με αναπληρωτή τον κ. Κωνσταντίνο Μωραϊτίδη, Υπεύθυνο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Επιχειρήσεων ΔΣ του ΕΒΕΘ,
4) ο κ. Χρήστος Μαρμαρινός, Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Βιοτεχνών του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ)
5) ο κ. Νικόλαος Σούλτος, Καθηγητής του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ. με αναπληρωτή τον κ. Ιωάννη Αμβροσιάδη, Καθηγητή του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ.
6) η κα Μαρία Γιακουλάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. με αναπληρωτή τον κ. Αθανάσιο Παπαϊωάννου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ.
7) η κα Ευθυμία Τσακιρίδου, Καθηγήτρια, Διευθύντρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, του Τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. με αναπληρώτρια την κα Παναγιώτα Σεργάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, του Τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ
8) η κα Καλλιόπη Παπαοικονόμου, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. με αναπληρώτρια την κα Σταυρούλα Κυρίτση, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
9) η κα Μαρία Καλαϊτζίδου, Ταμίας της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. με αναπληρωτή τον κ. Άγγελο – Λώρη Θώμα, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
Ολόκληρο το πόρισμα, που στάλθηκε στο Γραφείο Πρωθυπουργού, σε όλα τα ελληνικά κόμμα και στους Βουλευτές, έχει ως εξής:
«Είναι γνωστό ότι η ονομασία (brand name) ενός ποιοτικού προϊόντος αποτελεί το διαβατήριο του, ενώ πολλές φορές συνιστά καθοριστικό λόγο επιλογής του από τον καταναλωτή. Οι λέξεις «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» στην ονομασία των περίφημων προϊόντων της Μακεδονικής Γης μπορεί να βρίσκονται στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο των επιχειρήσεων, στο όνομα των επιμέρους προϊόντων τους, στην ετικέτα ή στην διαφήμιση των προϊόντων ως τόπος παραγωγής κ.ο.κ.
Συνεπώς, εκατοντάδες προϊόντα φέρουν το όνομα της Μακεδονίας μας, ενώ υπάρχει ο Μακεδονικός Τοπικός Οίνος και το Τσίπουρο Μακεδονίας που είναι προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Και φυσικά υπάρχει η παράδοση χιλιάδων ετών στην παρασκευή τροφίμων και στην επινόηση συνταγών που αποτελεί το απόσταγμα του διαχρονικού Μακεδονικού Πολιτισμού με όλες τις ζυμώσεις του χρόνου, γι’ αυτό και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δημιούργησε τα πρότυπα και το σήμα της «Μακεδονικής Κουζίνας».
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων η ονομασία της Μακεδονίας έχει δοθεί σε διατροφικά προϊόντα και από άλλες κοινωνίες, όπως στη Γαλλία, όπου η φρουτοσαλάτα στα γαλλικά λέγεται συχνά macédoine de fruits, δηλαδή κατά λέξη «Μακεδονία φρούτων», ενώ macédoine de legumes λέγεται μια σαλάτα με ψιλοκομμένα λαχανικά, καρότα, μπιζέλια και τα λοιπά, που μοιάζει αρκετά με αυτό που λέμε στα ελληνικά ρώσικη σαλάτα.
Μία πιθανή επίσημη και αναγνωρισμένη από την Ελλάδα χρήση της ονομασίας «Μακεδονικός/ή/ό» σε διατροφικά ή άλλα προϊόντα από επιχειρήσεις της ΠΓΔΜ μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες για τα αντίστοιχα προϊόντα των ελληνικών επιχειρήσεων για πολλούς και διάφορους λόγους.
Τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα είναι ποιοτικά και ελεγμένα, ενώ αντίθετα είναι γνωστό ότι στην ΠΓΔΜ δεν υπάρχουν τα πρότυπα και οι έλεγχοι (π.χ. για υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων και άλλους επιμολυντές) που γίνονται στις Ευρωπαϊκές Περιφέρειες της Μακεδονίας (Δυτική, Κεντρική και Ανατολική). Το κόστος παραγωγής και οι τιμές των προϊόντων διαφέρουν, επίσης, κατά πολύ, με άμεση συνέπεια τον ορατό κίνδυνο για την παραπλάνηση του καταναλωτή ως προς την προέλευση, τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ.ά.
Δυστυχώς, η Συμφωνία των Πρεσπών, πέραν των άλλων προβλημάτων που δημιουργεί, αφήνει σε πλήρη αοριστία και το θέμα της εμπορικής ονομασίας, των εμπορικών σημάτων και της επωνυμίας των προϊόντων της Μακεδονικής Γης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1, παρ. 3, εδ. θ΄ υπάρχει μόνο ένα ευχολόγιο για έναν «ειλικρινή, δομημένο και με καλή πίστη διάλογο» μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων και η αναφορά σε μια ακαθόριστη διμερή ομάδα ειδικών στο πλαίσιο της ΕΕ με συνεισφορά του ΟΗΕ και του ΔΟΤ (ISO), η οποία θα δράσει επί τριετία μετά το 2019, ενώ καμία διαδικασία επιβολής των αποφάσεων της διμερούς ομάδας ειδικών δεν θεσπίζεται.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 3, εδ. ζ΄ της Συμφωνίας των Πρεσπών οι ιδιωτικές οντότητες της ΠΓΔΜ θα μπορούν να χρησιμοποιούν για πάντα τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια», γεγονός που σε συνδυασμό με τη «Μακεδονική» ιθαγένεια (nationality = εθνικότητα στο πρωτότυπο κείμενο) του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. β΄ και τη «Μακεδονική» γλώσσα του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. γ΄ θα επιτείνουν την σύγχυση. Παράλληλα, δεν υπάρχει σε κανένα άρθρο της Συμφωνίας μία ανάλογη ρητή κατοχύρωση ότι οι ιδιωτικές οντότητες της Ελλάδας θα μπορούν να χρησιμοποιούν για πάντα τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό».
Αδιανόητη και απόλυτα δυσμενής για τα Ελληνικά συμφέροντα, είναι και η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παρ. 3, εδ. ε΄ της Συμφωνίας των Πρεσπών χρήση από την ΠΓΔΜ των κωδικών χώρας ΜΚ και MKD για όλους τους σκοπούς, εκτός από τις πινακίδες των αυτοκινήτων, για τα οποία και μόνο προβλέπονται οι κωδικοί ΝΜ (από τα αρχικά της νέας ονομασίας North Macedonia = Βόρεια Μακεδονία) και ΝΜΚ (λες και το πρόβλημα εντοπίζεται στο τι θα βλέπουν οι Έλληνες ως σήμανση στα αυτοκίνητα της ΠΓΔΜ όταν επισκέπτονται την Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική).
Αυτή και μόνο η πρόβλεψη ακυρώνει την erga omnes χρήση του νέου ονόματος της κρατικής οντότητας της ΠΓΔΜ, πόσο μάλλον που στο άρθρο 1, παρ. 10 της Συμφωνίας των Πρεσπών προβλέπεται ότι σε όλα επίσημα έγγραφα της ΠΓΔΜ που προορίζονται για διεθνή χρήση, η αλλαγή του ονόματος θα γίνει εντός 5 ετών, ενώ η αλλαγή στα έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση συνδέεται με την εξέλιξη της ενταξιακής διαδικασίας της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση με απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα.
Η πηγή των ασαφειών, των κινδύνων και των προβλημάτων, όμως, βρίσκεται κυρίως στο άρθρο 7. Είναι διαχρονικά γνωστό ότι οι δύο πλευρές προσέρχονταν σε αυτό τον διάλογο δίνοντας διαφορετική έννοια στον όρο «Μακεδονία». Η Ελληνική πλευρά έδινε κυρίως γεωγραφικό περιεχόμενο, ενώ η πλευρά της ΠΓΔΜ έδινε κυρίως εθνολογικό περιεχόμενο καταχρώμενη του ονόματος και πλαστογραφώντας την ιστορία.
Η διακήρυξη στο άρθρο 7, παρ. 1 ότι “τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά” αφήνει να διαπερνά όλη τη συμφωνία η πραγματικότητα ότι το κάθε μέρος κρατάει τις δικές του αντιλήψεις, οι οποίες επουδενί δεν καθορίζονται στο κείμενο της Συμφωνίας και δεν είναι στην πράξη συμβατές.
Η αναφορά σε Ελληνικό πολιτισμό στο άρθρο 7, παρ. 2 και σε αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό στο άρθρο 7, παρ. 4 σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν την Ελλάδα από την παραχάραξη της ιστορίας της, καθώς για παράδειγμα στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας υπήρχαν στην αρχαιότητα αποικίες των Αθηναίων, Κορινθίων, Χαλκιδαίων κλπ., όπως η Όλυνθος ή η Ποτίδαια, οι οποίες για την πλευρά της ΠΓΔΜ αποτελούν τους φορείς του Ελληνικού πολιτισμού στην γεωγραφική περιοχή και με τις οποίες ήρθε σε πολεμική σύρραξη ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδών.
Η αναφορά, λοιπόν, στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, αποσυνδέει την «Βόρεια Μακεδονία» από τον Ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία του, κατά την αντίληψη του κάθε μέρους, γεγονός παντελώς αδιάφορο για την ΠΓΔΜ, καθόσον το διακύβευμα για αυτήν θα ήταν εάν σαφώς αποσυνδέαμε τη «Βόρεια Μακεδονία» από την αρχαία Μακεδονία και την ιστορία του αρχαίου Μακεδονικού Βασιλείου. Συνεπώς, όχι μόνο δεν απαλείφονται με τη Συμφωνία των Πρεσπών η πλαστογράφηση της Μακεδονικής Ιστορίας και ο Αλυτρωτισμός των Σλάβων της ΠΓΔΜ, αλλά επιτείνονται και αποκτούν μια πολύ επικίνδυνη και επίσημη δυναμική, καθώς θα υπάρχει πλέον (μετά την κύρωσή της) μια κρατική οντότητα με το διεθνώς αναγνωρισμένο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» και ένας «Μακεδονικός» λαός που θα μπορεί, κατά τη βούλησή του, να εργάζεται πλέον για την εθνική του ολοκλήρωση με την «απελευθέρωση» και προσάρτηση της «Νότιας Μακεδονίας (του Αιγαίου)».
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι μετά από μία πιθανή είσοδο της «Βόρειας Μακεδονίας» στην ΕΕ, σύντομα θα ζητηθεί η αλλαγή της ονομασίας των Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης προϊόντων μας που περιέχουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» ή στην καλύτερη περίπτωση η συμπερίληψη σε αυτών και των αντίστοιχων της ΠΓΔΜ, και φυσικά αναμένεται η έντονη και συντονισμένη επιθετικότητα των επιχειρήσεων της ΠΓΔΜ με κάθε ένδικο μέσο στα Ελληνικά προϊόντα που, επίσης, φέρουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό».
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ακόμη, ούτε το ενδεχόμενο η συναίνεση της «Βόρειας Μακεδονίας» μετά την ένταξη της στην ΕΕ για χρηματοδοτήσεις, προγράμματα κλπ. να περνάει μέσα από επώδυνες δεσμεύσεις της εκάστοτε Ελληνικής Κυβέρνησης, περί αναγνώρισης και παραχωρήσεων για «μακεδονική μειονότητα», αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού, διευκολύνσεων στην «Ελληνική Μακεδονία» κλπ.
Το αποτέλεσμα όλων των αυτών των διεκδικήσεων, πέραν της οικονομικής εξάντλησης και της βλάβης των επιχειρήσεων μας, αναμένεται να είναι δυσμενές γιατί θα αντιπαρατίθεται μια χώρα με επίσημα κατοχυρωμένο τον όρο «Μακεδονία» στο όνομα της και στον καθομιλούμενο χαρακτηρισμό της και μια Ελληνική γεωγραφική περιοχή.
Δυστυχώς, η οικονομική ζημία σε κάποιες εκατοντάδες επιχειρήσεις (μόνο στο νομό Θεσσαλονίκης έχουν καταγραφεί 39 επιχειρήσεις αγροδιατροφικών προϊόντων με τον όρο «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο τους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι επιχειρήσεις που έχουν τους παραπάνω όρους μόνο στην επωνυμία των επιμέρους προϊόντων τους), όσο μεγάλη και αν είναι, δεν θα μπορεί να συγκριθεί με τον αναμενόμενο σφετερισμό και την κλοπή της Μακεδονικής Ιστορίας και Πολιτισμού των οποίων η αξία είναι ανεκτίμητη.
Στην περίπτωση κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από την Ελληνική Βουλή με τα προαναφερθέντα προβλήματα, οι μόνοι τρόποι αντίδρασης για την αποφυγή μέρους των δυσμενών επιπτώσεων για τις Ελληνικές επιχειρήσεις είναι:
α) Η ενθάρρυνση των επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα να καταθέσουν αιτήματα για καταχώρηση εμπορικών σημάτων στο Ευρωπαϊκό Γραφείο του Alicante ή σε οποιοδήποτε φορέα απαιτείται.
β) Η οργάνωση της κατάλληλης νομικής υποστήριξης που είναι ιδιαίτερα απαραίτητη στην περίπτωση διαμφισβητήσεων των σημάτων.
γ) Η οργάνωση και στελέχωση των Ελληνικών δημόσιων υπηρεσιών για τον έλεγχο της ποιότητας και της ασφάλειας των διακινούμενων προϊόντων.
δ) Η κατάλληλη υπεράσπιση των πιστοποιημένων αγροδιατροφικών προϊόντων σύμφωνα με τους Κανονισμούς της ΕΕ.
ε) Η δημιουργία Παρατηρητηρίου για την παρακολούθηση των υποβληθέντων αιτήσεων καταχώρησης σημάτων που περιλαμβάνουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» από όμορες χώρες.
στ) Η άμεση συγκρότηση της επιτροπής ειδικών εμπειρογνωμόνων του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. θ΄.
ζ) Η συστηματική προάσπιση των συμφερόντων των Ελληνικών επιχειρήσεων σε περίπτωση μελλοντικής διαδικασίας ένταξης της ΠΓΔΜ στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Συμφωνία των Πρεσπών θα δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα στις Μακεδονικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα και σημαντικούς κινδύνους στην περιοχή της αρμοδιότητάς μας και για αυτό το λόγο σας καλούμε να μην προχωρήστε στην κύρωσή της.»
Πηγή
Του Ι. Μάζη για το slpress.gr
Με την ευκαιρία αυτή, καλόν θα είναι να θυμηθούμε τα δύο ανωτέρω αναφερθέντα, και άκρως σημαντικά διπλωματικά κείμενα, εκ των οποίων τα απορρέοντα εδαφικά και πληθυσμιακά αποτελέσματα ελήφθησαν απολύτως υπόψιν από την εν λόγω Συνθήκη. Το κείμενον της τελευταίας, όμως, (προς μεγίστην απορίαν όλων των Ελλήνων που έγιναν κοινωνοί και ακροατές των προφερθέντων κατηγορηματικών αναφορών του Ν. Κοτζιά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου), ουδαμόθεν αναφέρει τον όρον «Μακεδονία». Συνεπώς, οφείλω να αναρωτηθώ σχετικώς με την σκοπιμότητα της πολλαπλής αναφοράς του, εφόσον εις ουδεμίαν περίπτωσιν δεν δύναμαι να αποδώσω δόλον. Προφανώς, οι σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν πλημμελώς ή απλώς εντελώς εσφαλμένα.
Είναι σημαντικότατον, επίσης, το γεγονός ότι εις την «Απογραφή του πληθυσμού του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας της 31ης Ιανουαρίου του 1921» ουδείς δηλώνει «Μακεδόνας» και ουδαμόθεν υπάρχει μνεία δήθεν «μακεδονικής γλώσσης». Και αυτό, οκτώ συναπτά έτη μετά από την υπογραφήν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913! Συνεπώς, οι όποιες αναφορές, όπου και εάν αυτές εντοπίζονται, ότι εις την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, η δήθεν προσδιορισθείσα ως «γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας» κατενεμήθη με το 51% του εδάφους της εις την Ελλάδα, το 39% εις την Σερβία (την κληθείσα σήμερα ΠΓΔΜ), το 9,5% εις την Βουλγαρία και το 0,5% του εδάφους εις την Αλβανία είναι παντελώς ανακριβής και απολύτως απατηλή!
Κυρίως μάλιστα, εάν τούτο χρησιμοποιείται ως μέγιστον επιχείρημα περί δήθεν «αναγκαστικής φύσεως» των διαπραγματευτικών χειρισμών κατά την διαδικασία συντάξεως του κειμένου της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Και μάλιστα, να συγκρίνεται η θέση των διαφωνούντων με την κακίστη αυτή Συμφωνία των Πρεσπών με την αδοκήτως προκύπτουσα δήθεν άρνηση της Συνθήκης της Λωζάννης! Αλλίμονον!
Χάρτης 3.
Υπάρχει όμως ο Χάρτης (βλ. Χάρτη 3) ο οποίος παρουσιάζει σχεδόν όλη την βαλκανική οριζόντια ζώνη ως βουλγαρική: είναι ο σχεδιασθείς από τον αυστριακό γεωγράφο και χαρτογράφο Η. Κiepert (1876), ο οποίος, μισθοδοτούμενος από την ρωσική και βουλγαρική διπλωματία, ήταν εκείνος, ο οποίος παρουσίαζε προπαγανδιστικώς, ως βουλγαρικό το μέγιστο μέρος των εδαφών της σημερινής Μακεδονίας και της Θράκης. Δεν προκαλεί έκπληξιν, λοιπόν, το ότι επί της εν λόγω χαρτογραφικής αποτυπώσεως εβασίσθη η ρωσική διπλωματική εκπροσώπηση κατά την Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 1877. Επ’ αυτής της χαρτογραφικής βάσεως εσχεδιάσθη και η Μεγάλη Βουλγαρία με την Συνθήκην του Αγίου Στεφάνου (1878).
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ως Πρόεδρος του «Συλλόγου προς διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων», αντέδρασε προσφέροντας σωρείαν στοιχείων εις τον Αυστριακόν γεωγράφο-χαρτογράφο, ώστε να επανασχεδιάσει τον Χάρτη του. Αυτός, όμως, ηρνήθη την συμβολήν του Έλληνος ιστορικού. Τότε, ο Παπαρηγόπουλος απηυθύνθη προς τον Βρετανό γεωγράφο Edward Stanford και του εζήτησε την άδεια να καταθέσει εις το Συνέδριον του Βερολίνου τον υπ’ αυτού σχεδιασθέντα, εν έτει 1877, εθνογραφικόν Χάρτη (Βλ. Χάρτη 3), πράγμα το οποίον και έγινε.
Η κατάθεσις του συγκεκριμένου Χάρτου του Ε. Stanford απετέλεσε και τον κύριον μοχλόν ανατροπής της προγενεστέρας Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, συμφώνως προς την οποίαν σχεδόν ολόκληρη η περιοχή των κεντρικών και ανατολικών Βαλκανίων παρεδίδετο εις την Βουλγαρία. Αυτό συνέβη διότι, εις τον Χάρτη του Βρετανού γεωγράφου-χαρτογράφου, η ελληνική παρουσία ήτο κυρίαρχος εις όλην την ανωτέρω περιοχήν (Βλ. Χάρτη 4).Χάρτης 4.
Επανερχόμενοι όμως εις το Πρωτόκολλον των Αθηνών, διευκρινίζομεν ότι δι’ αυτού απεφασίσθη η σύναψη της Συνθήκης Φιλίας και Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος (Ελευθέριος Βενιζέλος) και Σερβίας (Νικόλα Πάσιτς), υπογραφείσα την 1η Ιουνίου 1913 και προβλέπουσα κοινά ελληνοσερβικά σύνορα, άνευ παρεμβολής ετέρου κράτους, αλλά και κοινήν αμυντικήν αντίδραση εις περίπτωσιν επιθέσεως εκ μέρους τρίτων κρατών (π.χ. Βουλγαρίας). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, και κυρίως εκ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, ουδαμώς προκύπτει η ύπαρξη κρατικής οντότητος μεταξύ των ελληνοσερβικών συνόρων υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία». Η σταλινοτιτοϊκή πολιτική ήτο εκείνη η οποία την εδημιούργησε.
Ενισχυτικώς, αναφέρομε ότι η Βουλγαρία, θέλουσα να προκαταλάβει την τακτοποίηση των συνόρων και των σχέσεών της με την FYROM, έσπευσε να υπογράψει Συνθήκην Φιλίας μετά του κράτους αυτού, επιλύουσα, συμφώνως προς τα εθνικά της συμφέροντα, τα εκρεμμούντα διμερή ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βουλγαρία δηλαδή, αναγνωρίζουσα ακριβώς αυτήν την ανάγκην, το έπραξε. Πώς όμως; Οπωσδήποτε όχι όπως η Ελλάς εις τις «Πρέσπες». Το έπραξε μεριμνώσα:
Πρώτον: Να απαλλαγεί από κάθε είδους διεκδίκησιν της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» επί των εδαφών της βουλγαρικής επαρχίας της «Μακεδονίας του Πιρίν».
Δεύτερον: Να αποφύγει την αναγνώριση ιδιαιτέρας «μακεδονικής εθνότητος» και επιβάλλουσα τον ορισμόν της «μακεδονικής γλώσσης ως συνταγματικής γλώσσης» της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και όχι ως ιδιαιτέρας «εθνικής γλώσσης». Και αυτό, διότι είναι γνωστή η άποψη των βαλκανιολόγων διεθνώς -η συνοψιζομένη από τον Goran Sekulovski- ο οποίος γράφει: «Κατά την γέννεσιν των βαλκανικών εθνικών κρατών, η θρησκευτική ταυτότητα (αυτή του Rum–Millet ή millet orthodoxe) αντικατεστάθη από την γλωσσική ταυτότητα, η οποία σε τελευταία ανάλυση μετατρέπεται σε σύνορο εθνικής διαφοροποιήσεως. Ή, όπως ακριβώς αναφέρει ο Εmmanuel de Martonne (1920, σ. 82) «η γλώσσα έγινε το σύμβολο της εθνικότητος/nationalité».
Αποτελεί δε πλάνην, μεταφερθείσα και εις το ελληνικόν Κοινοβούλιον η ρήτρα, καταγραφείσα μάλιστα και εις το κείμενον των «Πρεσπών» όπου αναφέρεται, λανθασμένως ότι: (άρθρο 1 παράγραφος 3:[…]) «Γ) Η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική Γλώσσα» όπως αναγνωρίστηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας συμφωνίας.
Λέγομε «λανθασμένως» διότι καμμία τέτοια αναγνώρισις δεν υπάρχει εις το εν λόγω κείμενον! Τόσο που εις ουδέτερος κριτής, θα ηδύνατο να το θεωρήσει και ως εξαπάτησιν του Κοινοβουλίου, πράγμα το οποίον παραβιάζει το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών. Και αυτό διότι, εις την σελίδα iii του εν λόγω κειμένου της Συνδιασκέψεως αναφέρεται ρητώς ως «Προοίμιον» το εξής:
«Οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί/ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού σε αυτήν την δημοσίευση δεν υποδηλούν την έκφραση οιασδήποτε απόψεως από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αφορώσα εις το νομικόν καθεστώς οιασδήποτε χώρας, περιφερείας, πόλεως ή περιοχής ή περί των διοικητικών Αρχών αυτών, ή αφορώσα τον καθορισμόν των ορίων ή των συνόρων αυτών».
Τρίτον: Να μην επιτρέψει εις τα Σκόπια να προσφέρουν το έδαφός των εις οργανώσεις και ομάδες, οι οποίες θα στοχεύουν εις «την διεξαγωγήν ανατρεπτικών, αποσχιστικών ενεργειών και πράξεων που απειλούν την ειρήνη και την ασφάλεια» της Βουλγαρίας. Συνεπώς, είναι ευνόητον, ότι οιαδήποτε υποχώρησις σε θέματα «μακεδονικής γλώσσης» σημαίνει και υποχώρησιν σε θέματα «nationalité», δηλαδή εθνότητος. Επιβάλλεται, όμως, να αναφερθούμε και εις την λατινικήν γραφήν της προσωρινής ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως και εις τις συνοδές διαστροφικές ερμηνείες της από τους υποστηρικτές της «Συμφωνίας των Πρεσπών».
Εδώ, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι με δεδομένη την δημιουργία της FYROM και της αναγνωρίσεώς της από τον ΟΗΕ ως «Ex-République yougoslave de Macédoine», στις 8 Απριλίου του 1993, η θέση της παύλας (-) ευρίσκεται μεταξύ του χρονικού προσδιορισμού (ex/πρώην) και της ονομασίας «République yougoslave deMacédoine» εις τον επίσημο κατάλογο των κρατών Μελών του ΟΗΕ.
Η σημείωση αυτή καταρρίπτει και την εγχώριο μυθολογία των υποστηρικτών της συνθέτου ονομασίας για το «τι», δήθεν, προσδιορίζει ο όρος «πρώην»! Είναι, λοιπόν, σαφές πλέον ότι το «πρώην» αναφέρεται εις την ονομασίαν καθ’ ολοκληρίαν, η οποία ήτο και προσωρινή, άρα ανεφέρετο, καθ’ ολοκληρίαν, εις την «γιουγκοσλαβικήν» ομόσπονδον οντότητα και όχι εις κάποιο «κράτος υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία».
Βάσει των ανωτέρω, και αυστηρώς διεθνοδικαϊκώς ομιλούντες, Αθήνα και Βελιγράδι, μαζί με την FYROM, θα έπρεπε να συσκεφθούν ούτως ώστε:
Να επισημοποιηθούν τα σύνορα αυτού του νέου κράτους που προήλθε από το ομόσπονδον κρατίδιον της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» και τα οποία, συμφώνως προς τα ανωτέρω κείμενα, αποτελούν διεθνοδικαϊκόν κεκτημένον των στρατιωτικών αποτελεσμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος και Σερβίας.
Να ορισθεί με κοινήν συμφωνία των τριών η οριστική ονομασία του κράτους.
Η nationality (δηλ.: «εθνικότητα» αν υπάρχει κοινή τοιαύτη μεταξύ των υπηκόων του) και όχι όπως μετεφράσθη λανθασμένως(;) ως «ιθαγένεια» (της οποίας η ορθή μεταφορά είναι «citizenship») εις το κείμενον της προσφάτως υπογραφείσης Συμφωνίας.
Η ονομασία όλων των παραγώγων των ανωτέρω: γλώσσα, εμπορικές ονομασίες κ.τ.λ.
Η διευθέτησις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών των 300.000 Ελλήνων οι οποίοι διαβιούν εις τα εδάφη της FYROM και τα οποία έχουν καταστεί ανύπαρκτα υπό το κράτος των «αφομοιωτικών πολιτικών» των σοβινιστικών κυβερνήσεων της FYROM.
Ουδέν εκ των ανωτέρω ετέθη υπό διαπραγμάτευση κατά την σύνταξη του κειμένου της υπογραφείσης, και κακίστης δια τα εθνικά συμφέροντα Συμφωνίας, με αποτέλεσμα να απολεσθούν ευκαιρίες και δυνατότητες διπλωματικών πιέσεων προς την altera pars και, συνεπώς, την απώλειαν άκρως καλυτέρων αποτελεσμάτων για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και για την πραγματική εξάλειψιν του αβασίμου αλυτρωτισμού των σκοπιανών κύκλων (πράγμα που καθίσταται διαυγές και σαφές από τις μέχρι σήμερον δηλώσεις του κου Ζάεφ).
Οι κύκλοι αυτοί δεν θα παύσουν να δημιουργούν και εις το μέλλον πολύ μεγαλυτέρας σημασίας προβλήματα και να διενεργούν αποσταθεροποιητικές προσπάθειες εις το εσωτερικόν της ελληνικής επικρατείας δια μέσου διαφόρων δήθεν «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», «Μακεδονικών Εταιρειών» κλπ., οι οποίες όλως περιέργως δεν θα αυτοαποκαλούνται «βορειομακεδονικές», ως θα ώφειλαν κατά τα απαιτούμενα από την Συμφωνίαν, αλλά «Μακεδονικές».
Θα επικαλούνται τον εθνοτικόν και γλωσσικόν όρον («nationality», άρα ως «national definition / εθνικό προσδιορισμό», όπως και τον ανάλογο «linguistic definition / γλωσσικόν προσδιορισμόν, ενισχυτικόν του εθνικού προσδιορισμού»). Ορθή χρήση ακόμη και αυτών των μη αποδεκτών όρων θα προϋπέθετε την χρήση των ως «βορειομακεδονική εθνικότητα» ή -κατά την αμφιλεγομένη ελληνικήν ερμηνευτικήν απόδοση- «βορειομακεδονική ιθαγένεια» όπως και «βορειομακεδονική γλώσσα».
Τέλος οι δικαιολογίες για το Μ.Μαξίμου και τη Συμφωνία των Πρεσπών. Φορείς της Βορείου Ελλάδος έβγαλαν ένα πόρισμα που καίει την κυβέρνηση και αποκαλύπτει τον αλυτρωτισμό που πηγάζει από την προδοτικοί Συμφωνία των αριστερών.
Σύμφωνα με τη μελέτη των φορέων, οι Σκοπιανοί αποκτούν το δικαίωμα και θα το πράξουν, να απαιτήσουν στο μέλλον προσάρτηση της «Βόρειας Μακεδονίας» με τη «Νότια», κάτι που οι ίδιοι οι Σλάβοι θα θεωρήσουν «ενοποίηση».
Παράλληλα, τεράστια προβλήματα δημιουργούνται και στο εμπόριο καθώς θα αυξηθεί η επιθετικότητα προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, ως προς την προέλευση των προϊόντων.
«Όχι μόνο δεν απαλείφονται με τη Συμφωνία των Πρεσπών η πλαστογράφηση της Μακεδονικής Ιστορίας και ο Αλυτρωτισμός των Σλάβων της ΠΓΔΜ, αλλά επιτείνονται και αποκτούν μια πολύ επικίνδυνη και επίσημη δυναμική, καθώς θα υπάρχει πλέον (μετά την κύρωσή της) μια κρατική οντότητα με το διεθνώς αναγνωρισμένο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» και ένας «Μακεδονικός» λαός που θα μπορεί, κατά τη βούλησή του, να εργάζεται πλέον για την εθνική του ολοκλήρωση με την «απελευθέρωση» και προσάρτηση της «Νότιας Μακεδονίας (του Αιγαίου)».
Τα παραπάνω επισημαίνονται στο πόρισμα ομάδας εργασίας που συγκρότησαν φορείς της Βόρειας Ελλάδας με πρωτοβουλία του παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Στο ίδιο πόρισμα, προβλέπεται –σε περίπτωση κύρωσης της Συμφωνίας- μελλοντική «επιθετικότητα» σε βάρος των ελληνικών επιχειρήσεων που παράγουν και εμπορεύονται διεθνώς προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της γειτονικής χώρας στην Ε.Ε., με κάθε ένδικο μέσο, αναφέρει ο Βαγγέλης Μωυσής στο The President.
Οι φορείς καταλήγουν με το αίτημα να μην κυρωθεί η Συμφωνία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Στην ομάδα εργασίας συμμετείχαν:
1) ο κ. Αθανάσιος Σαρόπουλος, Πρόεδρος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. και Συντονιστής της Ομάδας Εργασίας με αναπληρωτή τον κ. Δημήτριο Βαφειάδη, Αντιπρόεδρο της Δ.Ε.
2) ο κ. Στυλιανός Θεοδουλίδης, Μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Εξαγωγέων – ΣΕΒΕ με αναπληρωτή τον κ. Συμεών Διαμαντίδη, Οικονομικό Επόπτη του ΣΕΒΕ,
3) ο κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, Α΄ Αντιπρόεδρος του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) με αναπληρωτή τον κ. Κωνσταντίνο Μωραϊτίδη, Υπεύθυνο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Επιχειρήσεων ΔΣ του ΕΒΕΘ,
4) ο κ. Χρήστος Μαρμαρινός, Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Βιοτεχνών του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ)
5) ο κ. Νικόλαος Σούλτος, Καθηγητής του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ. με αναπληρωτή τον κ. Ιωάννη Αμβροσιάδη, Καθηγητή του Τμήματος Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ.
6) η κα Μαρία Γιακουλάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. με αναπληρωτή τον κ. Αθανάσιο Παπαϊωάννου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ.
7) η κα Ευθυμία Τσακιρίδου, Καθηγήτρια, Διευθύντρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, του Τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. με αναπληρώτρια την κα Παναγιώτα Σεργάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, του Τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ
8) η κα Καλλιόπη Παπαοικονόμου, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. με αναπληρώτρια την κα Σταυρούλα Κυρίτση, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
9) η κα Μαρία Καλαϊτζίδου, Ταμίας της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. με αναπληρωτή τον κ. Άγγελο – Λώρη Θώμα, Μέλος της Δ.Ε. του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.
Ολόκληρο το πόρισμα, που στάλθηκε στο Γραφείο Πρωθυπουργού, σε όλα τα ελληνικά κόμμα και στους Βουλευτές, έχει ως εξής:
«Είναι γνωστό ότι η ονομασία (brand name) ενός ποιοτικού προϊόντος αποτελεί το διαβατήριο του, ενώ πολλές φορές συνιστά καθοριστικό λόγο επιλογής του από τον καταναλωτή. Οι λέξεις «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» στην ονομασία των περίφημων προϊόντων της Μακεδονικής Γης μπορεί να βρίσκονται στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο των επιχειρήσεων, στο όνομα των επιμέρους προϊόντων τους, στην ετικέτα ή στην διαφήμιση των προϊόντων ως τόπος παραγωγής κ.ο.κ.
Συνεπώς, εκατοντάδες προϊόντα φέρουν το όνομα της Μακεδονίας μας, ενώ υπάρχει ο Μακεδονικός Τοπικός Οίνος και το Τσίπουρο Μακεδονίας που είναι προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Και φυσικά υπάρχει η παράδοση χιλιάδων ετών στην παρασκευή τροφίμων και στην επινόηση συνταγών που αποτελεί το απόσταγμα του διαχρονικού Μακεδονικού Πολιτισμού με όλες τις ζυμώσεις του χρόνου, γι’ αυτό και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δημιούργησε τα πρότυπα και το σήμα της «Μακεδονικής Κουζίνας».
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων η ονομασία της Μακεδονίας έχει δοθεί σε διατροφικά προϊόντα και από άλλες κοινωνίες, όπως στη Γαλλία, όπου η φρουτοσαλάτα στα γαλλικά λέγεται συχνά macédoine de fruits, δηλαδή κατά λέξη «Μακεδονία φρούτων», ενώ macédoine de legumes λέγεται μια σαλάτα με ψιλοκομμένα λαχανικά, καρότα, μπιζέλια και τα λοιπά, που μοιάζει αρκετά με αυτό που λέμε στα ελληνικά ρώσικη σαλάτα.
Μία πιθανή επίσημη και αναγνωρισμένη από την Ελλάδα χρήση της ονομασίας «Μακεδονικός/ή/ό» σε διατροφικά ή άλλα προϊόντα από επιχειρήσεις της ΠΓΔΜ μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες για τα αντίστοιχα προϊόντα των ελληνικών επιχειρήσεων για πολλούς και διάφορους λόγους.
Τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα είναι ποιοτικά και ελεγμένα, ενώ αντίθετα είναι γνωστό ότι στην ΠΓΔΜ δεν υπάρχουν τα πρότυπα και οι έλεγχοι (π.χ. για υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων και άλλους επιμολυντές) που γίνονται στις Ευρωπαϊκές Περιφέρειες της Μακεδονίας (Δυτική, Κεντρική και Ανατολική). Το κόστος παραγωγής και οι τιμές των προϊόντων διαφέρουν, επίσης, κατά πολύ, με άμεση συνέπεια τον ορατό κίνδυνο για την παραπλάνηση του καταναλωτή ως προς την προέλευση, τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ.ά.
Δυστυχώς, η Συμφωνία των Πρεσπών, πέραν των άλλων προβλημάτων που δημιουργεί, αφήνει σε πλήρη αοριστία και το θέμα της εμπορικής ονομασίας, των εμπορικών σημάτων και της επωνυμίας των προϊόντων της Μακεδονικής Γης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1, παρ. 3, εδ. θ΄ υπάρχει μόνο ένα ευχολόγιο για έναν «ειλικρινή, δομημένο και με καλή πίστη διάλογο» μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων και η αναφορά σε μια ακαθόριστη διμερή ομάδα ειδικών στο πλαίσιο της ΕΕ με συνεισφορά του ΟΗΕ και του ΔΟΤ (ISO), η οποία θα δράσει επί τριετία μετά το 2019, ενώ καμία διαδικασία επιβολής των αποφάσεων της διμερούς ομάδας ειδικών δεν θεσπίζεται.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 3, εδ. ζ΄ της Συμφωνίας των Πρεσπών οι ιδιωτικές οντότητες της ΠΓΔΜ θα μπορούν να χρησιμοποιούν για πάντα τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια», γεγονός που σε συνδυασμό με τη «Μακεδονική» ιθαγένεια (nationality = εθνικότητα στο πρωτότυπο κείμενο) του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. β΄ και τη «Μακεδονική» γλώσσα του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. γ΄ θα επιτείνουν την σύγχυση. Παράλληλα, δεν υπάρχει σε κανένα άρθρο της Συμφωνίας μία ανάλογη ρητή κατοχύρωση ότι οι ιδιωτικές οντότητες της Ελλάδας θα μπορούν να χρησιμοποιούν για πάντα τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό».
Αδιανόητη και απόλυτα δυσμενής για τα Ελληνικά συμφέροντα, είναι και η προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παρ. 3, εδ. ε΄ της Συμφωνίας των Πρεσπών χρήση από την ΠΓΔΜ των κωδικών χώρας ΜΚ και MKD για όλους τους σκοπούς, εκτός από τις πινακίδες των αυτοκινήτων, για τα οποία και μόνο προβλέπονται οι κωδικοί ΝΜ (από τα αρχικά της νέας ονομασίας North Macedonia = Βόρεια Μακεδονία) και ΝΜΚ (λες και το πρόβλημα εντοπίζεται στο τι θα βλέπουν οι Έλληνες ως σήμανση στα αυτοκίνητα της ΠΓΔΜ όταν επισκέπτονται την Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική).
Αυτή και μόνο η πρόβλεψη ακυρώνει την erga omnes χρήση του νέου ονόματος της κρατικής οντότητας της ΠΓΔΜ, πόσο μάλλον που στο άρθρο 1, παρ. 10 της Συμφωνίας των Πρεσπών προβλέπεται ότι σε όλα επίσημα έγγραφα της ΠΓΔΜ που προορίζονται για διεθνή χρήση, η αλλαγή του ονόματος θα γίνει εντός 5 ετών, ενώ η αλλαγή στα έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση συνδέεται με την εξέλιξη της ενταξιακής διαδικασίας της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση με απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα.
Η πηγή των ασαφειών, των κινδύνων και των προβλημάτων, όμως, βρίσκεται κυρίως στο άρθρο 7. Είναι διαχρονικά γνωστό ότι οι δύο πλευρές προσέρχονταν σε αυτό τον διάλογο δίνοντας διαφορετική έννοια στον όρο «Μακεδονία». Η Ελληνική πλευρά έδινε κυρίως γεωγραφικό περιεχόμενο, ενώ η πλευρά της ΠΓΔΜ έδινε κυρίως εθνολογικό περιεχόμενο καταχρώμενη του ονόματος και πλαστογραφώντας την ιστορία.
Η διακήρυξη στο άρθρο 7, παρ. 1 ότι “τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά” αφήνει να διαπερνά όλη τη συμφωνία η πραγματικότητα ότι το κάθε μέρος κρατάει τις δικές του αντιλήψεις, οι οποίες επουδενί δεν καθορίζονται στο κείμενο της Συμφωνίας και δεν είναι στην πράξη συμβατές.
Η αναφορά σε Ελληνικό πολιτισμό στο άρθρο 7, παρ. 2 και σε αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό στο άρθρο 7, παρ. 4 σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν την Ελλάδα από την παραχάραξη της ιστορίας της, καθώς για παράδειγμα στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας υπήρχαν στην αρχαιότητα αποικίες των Αθηναίων, Κορινθίων, Χαλκιδαίων κλπ., όπως η Όλυνθος ή η Ποτίδαια, οι οποίες για την πλευρά της ΠΓΔΜ αποτελούν τους φορείς του Ελληνικού πολιτισμού στην γεωγραφική περιοχή και με τις οποίες ήρθε σε πολεμική σύρραξη ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδών.
Η αναφορά, λοιπόν, στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, αποσυνδέει την «Βόρεια Μακεδονία» από τον Ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία του, κατά την αντίληψη του κάθε μέρους, γεγονός παντελώς αδιάφορο για την ΠΓΔΜ, καθόσον το διακύβευμα για αυτήν θα ήταν εάν σαφώς αποσυνδέαμε τη «Βόρεια Μακεδονία» από την αρχαία Μακεδονία και την ιστορία του αρχαίου Μακεδονικού Βασιλείου. Συνεπώς, όχι μόνο δεν απαλείφονται με τη Συμφωνία των Πρεσπών η πλαστογράφηση της Μακεδονικής Ιστορίας και ο Αλυτρωτισμός των Σλάβων της ΠΓΔΜ, αλλά επιτείνονται και αποκτούν μια πολύ επικίνδυνη και επίσημη δυναμική, καθώς θα υπάρχει πλέον (μετά την κύρωσή της) μια κρατική οντότητα με το διεθνώς αναγνωρισμένο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» και ένας «Μακεδονικός» λαός που θα μπορεί, κατά τη βούλησή του, να εργάζεται πλέον για την εθνική του ολοκλήρωση με την «απελευθέρωση» και προσάρτηση της «Νότιας Μακεδονίας (του Αιγαίου)».
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι μετά από μία πιθανή είσοδο της «Βόρειας Μακεδονίας» στην ΕΕ, σύντομα θα ζητηθεί η αλλαγή της ονομασίας των Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης προϊόντων μας που περιέχουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» ή στην καλύτερη περίπτωση η συμπερίληψη σε αυτών και των αντίστοιχων της ΠΓΔΜ, και φυσικά αναμένεται η έντονη και συντονισμένη επιθετικότητα των επιχειρήσεων της ΠΓΔΜ με κάθε ένδικο μέσο στα Ελληνικά προϊόντα που, επίσης, φέρουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό».
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ακόμη, ούτε το ενδεχόμενο η συναίνεση της «Βόρειας Μακεδονίας» μετά την ένταξη της στην ΕΕ για χρηματοδοτήσεις, προγράμματα κλπ. να περνάει μέσα από επώδυνες δεσμεύσεις της εκάστοτε Ελληνικής Κυβέρνησης, περί αναγνώρισης και παραχωρήσεων για «μακεδονική μειονότητα», αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού, διευκολύνσεων στην «Ελληνική Μακεδονία» κλπ.
Το αποτέλεσμα όλων των αυτών των διεκδικήσεων, πέραν της οικονομικής εξάντλησης και της βλάβης των επιχειρήσεων μας, αναμένεται να είναι δυσμενές γιατί θα αντιπαρατίθεται μια χώρα με επίσημα κατοχυρωμένο τον όρο «Μακεδονία» στο όνομα της και στον καθομιλούμενο χαρακτηρισμό της και μια Ελληνική γεωγραφική περιοχή.
Δυστυχώς, η οικονομική ζημία σε κάποιες εκατοντάδες επιχειρήσεις (μόνο στο νομό Θεσσαλονίκης έχουν καταγραφεί 39 επιχειρήσεις αγροδιατροφικών προϊόντων με τον όρο «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο τους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι επιχειρήσεις που έχουν τους παραπάνω όρους μόνο στην επωνυμία των επιμέρους προϊόντων τους), όσο μεγάλη και αν είναι, δεν θα μπορεί να συγκριθεί με τον αναμενόμενο σφετερισμό και την κλοπή της Μακεδονικής Ιστορίας και Πολιτισμού των οποίων η αξία είναι ανεκτίμητη.
Στην περίπτωση κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών από την Ελληνική Βουλή με τα προαναφερθέντα προβλήματα, οι μόνοι τρόποι αντίδρασης για την αποφυγή μέρους των δυσμενών επιπτώσεων για τις Ελληνικές επιχειρήσεις είναι:
α) Η ενθάρρυνση των επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα να καταθέσουν αιτήματα για καταχώρηση εμπορικών σημάτων στο Ευρωπαϊκό Γραφείο του Alicante ή σε οποιοδήποτε φορέα απαιτείται.
β) Η οργάνωση της κατάλληλης νομικής υποστήριξης που είναι ιδιαίτερα απαραίτητη στην περίπτωση διαμφισβητήσεων των σημάτων.
γ) Η οργάνωση και στελέχωση των Ελληνικών δημόσιων υπηρεσιών για τον έλεγχο της ποιότητας και της ασφάλειας των διακινούμενων προϊόντων.
δ) Η κατάλληλη υπεράσπιση των πιστοποιημένων αγροδιατροφικών προϊόντων σύμφωνα με τους Κανονισμούς της ΕΕ.
ε) Η δημιουργία Παρατηρητηρίου για την παρακολούθηση των υποβληθέντων αιτήσεων καταχώρησης σημάτων που περιλαμβάνουν τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός/ή/ό» από όμορες χώρες.
στ) Η άμεση συγκρότηση της επιτροπής ειδικών εμπειρογνωμόνων του άρθρου 1, παρ. 3, εδ. θ΄.
ζ) Η συστηματική προάσπιση των συμφερόντων των Ελληνικών επιχειρήσεων σε περίπτωση μελλοντικής διαδικασίας ένταξης της ΠΓΔΜ στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Συμφωνία των Πρεσπών θα δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα στις Μακεδονικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα και σημαντικούς κινδύνους στην περιοχή της αρμοδιότητάς μας και για αυτό το λόγο σας καλούμε να μην προχωρήστε στην κύρωσή της.»
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
● Οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην ταυτίζονται με τα περιεχόμενα του άρθρου. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
● Οι διαχειριστές του ιστολόγιου δεν ευθύνονται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει.
● Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, γενικά και εναντίον των συνομιλητών ή των συγγραφέων.
● Μην δημοσιεύετε άσχετα σχόλια με το θέμα.
● Με βάση τα παραπάνω οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.