Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι σύγχρονες ιστορικές μελέτες για τη δεκαετία 1940-50 έχουν προσανατολισθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις από τις παλαιότερες... Η περιοχή των Τζουμέρκων, ως γνωστόν, υπήρξε κύριο θέατρο επιχειρήσεων στις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των αντιστασακών οργανώσεων και ο πληθυσμός της υπέφερε τα πάνδεινα από τα δεινά τησ αλληλοσφαγής αλλά και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κατοχικών στρατευμάτων. Στην ιστοριογραφία για την περίοδο δεν λείπουν οι αφηγήσεις πρωταγωνιστών της περιόδου για τα τεκταινόμενα στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου.
Ανάμεσε σ' αυτές τις ιστορίες ξεχωρίζει αυτή ενός "απροσδόκητου" επισκέπτη, ενός Ιταλού στρατιώτη που από μέλος μιας κατοχικής δύναμης βρέθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να περιπλανάται σε μια ορεινή ενδοχώρα αγωνιώντας για την επιβίωσή του. Πρόκειται για τον Νοβέλλο Ρόκι, η μαρτυρία του οποίου καταγράφηκε από τον Κριστόφ Σμινκ-Γκουστάβους, Γερμανό καθηγητή Ιστορίας του Δικαίου που έχει ασχοληθεί επισταμένα με όψεις της Κατοχής στην Ήπειρο. Στο βιβλίο του: "Μνήμες Κατοχής- Τα παιδιά του δάσους των Ασπραγγέλων και ένας Ιταλός χαμένος στα Τζουμέρκα" (εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2007), που αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα την Ήπειρο της περιόδου 1941-44, ο Σμινκ Γκουστάβους παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα συνομιλίας που είχε με τον Ιταλό βετεράνο, πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου.
Η παρουσία του Ιταλού στρατιώτη στα Τζουμέρκα συνδέεται με μια από τις πλέον δραματικές περιόδους της σύγχρονης ελλήνικής ιστορίας, αυτής της περιόδου 1941-44. Ο "ξένος", μέχρι τότε μέλος κατοχικής δύναμης , γίνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος "φυγάς" σε μια άγνωστη και δύσβατη ορεινή περιοχή. Οι περιπέτειές του, τις οποίες αφηγείται στον Γερμανό Καθηγητή, που το επισκέπτεται στην Ιταλία, απηχούν τη μοίρα πολλών συμπατριωτών του που βρέθηκαν στην ίδια θέση μετά τη κατάρρευση του καθεστώτος Μουσολίνι. Ήταν οι Gloriosi, οι "Ένδοξοι" που εν μία νυκτί μεταβλήθηκαν σε κυνηγημένους από τους πρώην συμμάχους τους. Πολλοί από αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στα χέρια των Ναζί.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η συμπεριφορά των Ιταλικών στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως λιγότεο βίαιη σε σχέση με αυτή των Γερμανών. Παρόλα αυτά είναι βέβαιο ότι το Σεπτέμβριο του 1943 οι μέχρι τότε "επικυρίαρχοι" του ελληνικού εδάφους Ιταλοί, τέθηκαν ξαφνικά ενώπιον σκληρών διλλημάτων. Για πολλούς από αυτούς η τύχη δεν στάθηκε ευνοϊκή. Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο γι αυτούς που επέλεξαν να παραδωθούν, στους μέχρι τότε συμμάχους Γερμανούς, όσο και γι αυτούς που επιχείρηαν να διαφύγουν στα ανταρτοκρατούμενα βουνά. Οι τελευταίοι υπολογίζονται μάλιστα σε πολλές χιλιάδες, όπως βεβαίωναν οι σχετικές αναφορές των Βρετανών αξιωματικών-συνδέσμων. Υπήρξαν βεβαίως και περιπτώσεις στις οποίες σκληροπυρηνικά μέλη του φασιστικού κόμματος αποφάσισαν τη σύμπλευση τους με τα γερμανικά στρατεύματα, συνεχίζοντας έτσι τον αγώνα εναντίον των "συμμοριών", των ανταρτικών δηλαδή ομάδων.
Από τη άλλη πλευτά η παράδοση της Μεραρχίας Πινερόλο στους αντάρτες αποτέλεσε το σημαντικότερο διακύβευμα της περιόδου σε σχέση με τη στρατηγική των κύριων αντιστασιακών οργανώσεων. (ΕΔΕΣ, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Το σώμα αυτό στάθμευε στη Θεσσαλία και ο διοικητής του, στρατηγός Ινφάντε, θεωρούνταν αγγλόφιλος.
Στο πλαίσο αυτό η αφήγηση του Νοβάλλο Ρίκι συνιστά πολύτιμη πηγή για τον ερευνητή της περιόδου. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 ήταν προσωρινά εγκατεστημένος στην Αιτωλοακαρνανία μαζί με τη μονάδα του. Μαθαίνοντας τα νέα για τη συνθηκολόγηση βρέθηκε αι αυτός σε δύσκολη θέση καθώς ήταν επιτακτική ανάγκη να λάβει γρήγορα μια απόφαση. Η προηγούμενη συμπεριφορά του τον είχε καταστήσει εν δυνάμει ύποπτο στα ηγετικά κλιμάκια της μονάδας του καθώς η αλληλογραφία του με φιλικά και συγγενικά του πρόσωπα στην Ιταλία είχε κατασχεθεί και ο ίδοος αντιμετώπιζε ακόμη και τη προοπτική του στρατοδικείου. Έτσι, λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση είχε τεθεί σε περιορισμό και περίμενε τη μετάβασή του στη Κεφαλονιά, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα έβρισκε το θάνατο από τα πυρά των Γερμανών. Η ιταλική κατάρρευση όμως διαμόρφωσε ένα διαφορετικό σκηνικό. Εντός λίγων ημερών η μονάδα του μετακινήθηκε στο Αιτωλικό ουσιαστικά χωρίς το διοικητή της ο οποίος είχε εξαφανιστεί. Στις 20 Σεπτεμβρίου ένας λοχαγός εκφώνησε τον παρακάτω λόγο που δεν χρειαζόταν περαιτέρω διευκρινίσεις:
"Από αυτή τη στιγμή δεν δεσμευόσαστε πλέον από τον όρκο που δώσατε στον βασιλιά και στον ιταλικό στρατό. Είχαμε ελπίσει ότι θα μπορούσαμε να σας οδηγήσουμε πίσω στην πατρίδα, αλλά τα γεγονότα εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα! Δεν είμαστε πλέον σε θέση να πράξουμε αυτό που θέλουμε. Κατόπιν τούτου ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίσει σύμφωνα με τη προσωπική του συνείδηση ότι νομίζει πως είναι σωστό".
Ήταν η στιγμή της μεγάλης απόφασης για τον Ιταλό στρατιώτη. Μαζί με δεκάδες συναδέλφους του άκουσε προσεχτικά το κάλεσμα των ανταρτών, που ήδη είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην περιοχή και αποφάσισε να ανέβει στο βουνό. Μετά από μια κοπιώδη πορεία, στην οποία κύριο ρόλο διαδραμάτιε το μαρτύριο της δίψας, έφθασε στη Μεσούντα την περίοδο ακριβώς που η εμφύλια σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ αρχίζει να λαμβάνει την πιο έντομη μορφή της. Ταυτοχρόνως αντιμετωπίζε και το ενδεχόμενο της σύλληψης του από τους Γερμανούς, της προδοσίας από τους συναδέλφους του, της εμπλοκής του στις μάχες ανάμεσα στους αντάρτες.
Ο Ρόκι στη συνέχεια αποπειράται να ερμηνεύσει την πολύπλοκη και αντιφατική πολλές φορές συμπεριφοράς των κατοίκων των Τζουμέρκων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τεράστιες πιέσεις από το ξέσμασμα της εμφύλιας σύγκρουσης ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ και την ταυτόχρονη έναρξη των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Ο Ρόκι λοιπόν εμφανίζεται καταγγελτικός για τους αντάρτες του Ζέρβα, στους οποίους δεν αναγνωρίζει ουσιαστικά θετικές ιδιότητες. Αφηγείται μάλιστα και μία συνάντηση με τον ίδιο τον ηγέτη του ΕΔΕΣ η οποία έλβε χώρα στη Μεσούντα. Σύμφωνα με τον, ίδιο ο Ζέρβας του πρότεινε να ακολουθήσει το τμήμα των εδεσιτώνμ όμως η απάντησή του ήταν αρνητική.
Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση του Ιταλού διαδραματίζει και η περιγραφή σκηνών από τη βιωμένη καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής. Έτσι π.χ. ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων βρίσκεται στο Βουργαρέλι:
"Φτάσαμε εκεί την επόμενη μέρα. Ήταν η πρώτη μέρα των Χριστουγέννων. Παντού το χιόνι ήταν στρωμένο, αλλά κια υτό το χωριό ήταν τελέιως κατεστραμμένο από τη φωτιά. Των Γερμανών ή των δικών μας, ποιος να ξέρει; Σε ένα από τα ερειπωμένα σπίτια φτιάξαμε ένα πρόχειρο καταλυμα μαζί με τους Ιταλούς. Πρώτα, πρώτα μαζέψαμε ξύλα από τα άλλα καμμένα σπίτια κι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε λίγο. Τα ξύλα όμως ήταν βρεγμένα και είχαμε γεμίζει καπνό. Από πάνω μα έμενε μια ελληνική οικογένεια, που διαμαρτυρόταν επειδή ο καπνός διαπερνούσε τις χαραμάδες του πατώματος τους κι έμπαινε στο χώρο τους. Καιπώς να κοιμόντουσαν σ' ένα τέτοιο χώρο σα καπνιστό κρέας! Με λίγα λόγια ωραία Χριστούγεννα είχαμε! Όλο το χωριό ήταν απερίγραπτα αναστατωμένο!"
Η βία των κατοχικών στρατευμάτων οδηγούσε στην αναγκαστική αναχώρηση των χωρικών από τις εστίες τους και στην αναζήτηση κρησφύγετου στα βουνά. Η πρακτική αυτή διέσωσε χιλιάδες κατοίκους από την εξόντωση αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, υπήρξε μια επίπονη εμπειρία:
"Χωριό δεν υπήρχε σε ολόκληρη την περιοχή. Οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και σκαρφάλωσαν στην κορυφή του βουνού για να είναι όσο το δυνατόν πιο μακρυά από τους Γερμανούς. Φοβόντουσαν μα προσπαθούσαν όλοι τους να βολευτούν όπως όπως σ' εκείνο το ύψος".
Ο ορεινός χώρος των Τζουμέρκων εμφανίζεται λοιπόν ως μια περιοχή όπου οι ανατροπές στην καθημερινότητα των ανθρώπων είναι συνεχείς. Ο Ρόκι περιγράφει με θετικά χρώματα την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Όλοι τον ονόμαζαν "Τζόρτζιο" και του συμπεριφερόταν με τον καλύτερο τρόπο. Αναφέρεται επίσης αναλυτικά σε όψεις της καθημερινότητας των κατοίκων των Τζουμέρκων. Έτσι π.χ. περιγράφει την "επέμβαση" στην οποία υποβλήθηκε προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα υγείας και η οποία συνιστά δείγμα της "λαϊκής ιατρικής" που ήταν διαδεμομένη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα.
Γίνεται επίσης αναφορά και στο τεράστιο ζήτημα των ημερών εκείνων - την πείναι και τις στερήσεις. Ο Ιταλός δε δίστασε να ομολογήσει πως δοκίμασε και σκαντζόχοιρο το κρέα του οποίου του φάνηκε "λίγο νοστιμότερο του αγριόχοιρου".
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι ντόπιοι εξακολουθούσαν να είναι επιφυλακτικοί έναντι των Ιταλών. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα εμφανίζονται και περιστατικά βιαιοπραγίας από χωρικούς. Ο ίδιος βέβαια "είχε πάρει το μάθημά του" και ήταν πολύ προσεκτικός:
"Όταν πήγαινα σε ένα σπίτι για να γυρέψω ελεημοσύνη, κοιτούσα πρωτύτερα κρυφά από τα παράθυρα ή από τις γρύλιες, μήπως βρισκόταν κανένας άντρας μέσα. Αλλά αν είχαν σκοτωθεί ο αδερφός, ο πατέρας ή ο γιος της οικογένειας , τότε είναι κατανοητό που ορμούσαν πάνω μας οργισμένοι".
Η συμπεριφορά αυτή ήταν ευεξήγητη. Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ρόκι τρόπον τινά τη δικαιολογεί:
"Γέροι, γυναίκες και παιδιά έχασαν έτσι τη ζωή τους. Αυτό μα ήτανε γνωστό ήδη από την εποχή εκείνη κι έτσι είπα στους Σικελούς: ¨Καλά τι νομίζετε εσείς; Τι περιμένετε; Να μας σφίξουν το χέρι και να μας πουν μπράβο; Η οργή τους είναι δικαιολογημένη! Έστων κι αν εμείς προσωπικά δεν τους κάναμε τίποτα! Ως Ιταλοί στρατιώτες ήμασταν συνυπεύθυνοι!¨Δεν χρειαζόταν φιλοσοφία για να το καταλάβεις".
Ο Ιταλός στρατιώτης δεν κρύβει την πολιτική του τοποθέτηση. Είναι ένας αριστερός που θέλγεται από τον αγώνα των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε μια χρονική συγκυρία που η σύγκρουση ενέχει και σαφείς εμφυλιακές διαστάσεις. Είναι μάλιστα εξαιρετικά αποκαλυπτικός ως προς το τι συνιστά η εμφύλια σύγκρουση για τις τοπικές μικροκοινωνίες. Δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και δεν φείδεται χαρακτηρισμών για πρόσωπα που εωρεί ότι διαδραμάτισαν αρνητικό ρόλο.
Η πορεία του Νοβέλλο Ρόκι στην Ελλάδα του πολέμου ολοκληρώθηκε τα Χριστούγεννα του 1944. Αναχώρησε για τη πατρίδα του με ένα παμπάλαιο μεταγωγικό και έφτασε στο λιμάνι του Ταράντο μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι τεσσάρων ημερών.
Η επιστροφή του "Τζόρτζιο" στην Ελλάδα πολλά χρόνια μετά και η συνάντηση του με τα μέλη της οικογένειας που τον φιλοξενούσε στα βουνά της Ηπείρου ήταν συγκινησιακά φορτισμένη και αποτελούσε για τον ίδιο σημαντική στιγμή στη ζωή του.
Πηγή
Ανάμεσε σ' αυτές τις ιστορίες ξεχωρίζει αυτή ενός "απροσδόκητου" επισκέπτη, ενός Ιταλού στρατιώτη που από μέλος μιας κατοχικής δύναμης βρέθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να περιπλανάται σε μια ορεινή ενδοχώρα αγωνιώντας για την επιβίωσή του. Πρόκειται για τον Νοβέλλο Ρόκι, η μαρτυρία του οποίου καταγράφηκε από τον Κριστόφ Σμινκ-Γκουστάβους, Γερμανό καθηγητή Ιστορίας του Δικαίου που έχει ασχοληθεί επισταμένα με όψεις της Κατοχής στην Ήπειρο. Στο βιβλίο του: "Μνήμες Κατοχής- Τα παιδιά του δάσους των Ασπραγγέλων και ένας Ιταλός χαμένος στα Τζουμέρκα" (εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2007), που αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα την Ήπειρο της περιόδου 1941-44, ο Σμινκ Γκουστάβους παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα συνομιλίας που είχε με τον Ιταλό βετεράνο, πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου.
Η παρουσία του Ιταλού στρατιώτη στα Τζουμέρκα συνδέεται με μια από τις πλέον δραματικές περιόδους της σύγχρονης ελλήνικής ιστορίας, αυτής της περιόδου 1941-44. Ο "ξένος", μέχρι τότε μέλος κατοχικής δύναμης , γίνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος "φυγάς" σε μια άγνωστη και δύσβατη ορεινή περιοχή. Οι περιπέτειές του, τις οποίες αφηγείται στον Γερμανό Καθηγητή, που το επισκέπτεται στην Ιταλία, απηχούν τη μοίρα πολλών συμπατριωτών του που βρέθηκαν στην ίδια θέση μετά τη κατάρρευση του καθεστώτος Μουσολίνι. Ήταν οι Gloriosi, οι "Ένδοξοι" που εν μία νυκτί μεταβλήθηκαν σε κυνηγημένους από τους πρώην συμμάχους τους. Πολλοί από αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στα χέρια των Ναζί.
Ιταλοί στρατιώτες στην Πίνδο |
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η συμπεριφορά των Ιταλικών στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως λιγότεο βίαιη σε σχέση με αυτή των Γερμανών. Παρόλα αυτά είναι βέβαιο ότι το Σεπτέμβριο του 1943 οι μέχρι τότε "επικυρίαρχοι" του ελληνικού εδάφους Ιταλοί, τέθηκαν ξαφνικά ενώπιον σκληρών διλλημάτων. Για πολλούς από αυτούς η τύχη δεν στάθηκε ευνοϊκή. Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο γι αυτούς που επέλεξαν να παραδωθούν, στους μέχρι τότε συμμάχους Γερμανούς, όσο και γι αυτούς που επιχείρηαν να διαφύγουν στα ανταρτοκρατούμενα βουνά. Οι τελευταίοι υπολογίζονται μάλιστα σε πολλές χιλιάδες, όπως βεβαίωναν οι σχετικές αναφορές των Βρετανών αξιωματικών-συνδέσμων. Υπήρξαν βεβαίως και περιπτώσεις στις οποίες σκληροπυρηνικά μέλη του φασιστικού κόμματος αποφάσισαν τη σύμπλευση τους με τα γερμανικά στρατεύματα, συνεχίζοντας έτσι τον αγώνα εναντίον των "συμμοριών", των ανταρτικών δηλαδή ομάδων.
Από τη άλλη πλευτά η παράδοση της Μεραρχίας Πινερόλο στους αντάρτες αποτέλεσε το σημαντικότερο διακύβευμα της περιόδου σε σχέση με τη στρατηγική των κύριων αντιστασιακών οργανώσεων. (ΕΔΕΣ, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Το σώμα αυτό στάθμευε στη Θεσσαλία και ο διοικητής του, στρατηγός Ινφάντε, θεωρούνταν αγγλόφιλος.
Στο πλαίσο αυτό η αφήγηση του Νοβάλλο Ρίκι συνιστά πολύτιμη πηγή για τον ερευνητή της περιόδου. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 ήταν προσωρινά εγκατεστημένος στην Αιτωλοακαρνανία μαζί με τη μονάδα του. Μαθαίνοντας τα νέα για τη συνθηκολόγηση βρέθηκε αι αυτός σε δύσκολη θέση καθώς ήταν επιτακτική ανάγκη να λάβει γρήγορα μια απόφαση. Η προηγούμενη συμπεριφορά του τον είχε καταστήσει εν δυνάμει ύποπτο στα ηγετικά κλιμάκια της μονάδας του καθώς η αλληλογραφία του με φιλικά και συγγενικά του πρόσωπα στην Ιταλία είχε κατασχεθεί και ο ίδοος αντιμετώπιζε ακόμη και τη προοπτική του στρατοδικείου. Έτσι, λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση είχε τεθεί σε περιορισμό και περίμενε τη μετάβασή του στη Κεφαλονιά, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα έβρισκε το θάνατο από τα πυρά των Γερμανών. Η ιταλική κατάρρευση όμως διαμόρφωσε ένα διαφορετικό σκηνικό. Εντός λίγων ημερών η μονάδα του μετακινήθηκε στο Αιτωλικό ουσιαστικά χωρίς το διοικητή της ο οποίος είχε εξαφανιστεί. Στις 20 Σεπτεμβρίου ένας λοχαγός εκφώνησε τον παρακάτω λόγο που δεν χρειαζόταν περαιτέρω διευκρινίσεις:
"Από αυτή τη στιγμή δεν δεσμευόσαστε πλέον από τον όρκο που δώσατε στον βασιλιά και στον ιταλικό στρατό. Είχαμε ελπίσει ότι θα μπορούσαμε να σας οδηγήσουμε πίσω στην πατρίδα, αλλά τα γεγονότα εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα! Δεν είμαστε πλέον σε θέση να πράξουμε αυτό που θέλουμε. Κατόπιν τούτου ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίσει σύμφωνα με τη προσωπική του συνείδηση ότι νομίζει πως είναι σωστό".
Ήταν η στιγμή της μεγάλης απόφασης για τον Ιταλό στρατιώτη. Μαζί με δεκάδες συναδέλφους του άκουσε προσεχτικά το κάλεσμα των ανταρτών, που ήδη είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην περιοχή και αποφάσισε να ανέβει στο βουνό. Μετά από μια κοπιώδη πορεία, στην οποία κύριο ρόλο διαδραμάτιε το μαρτύριο της δίψας, έφθασε στη Μεσούντα την περίοδο ακριβώς που η εμφύλια σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ αρχίζει να λαμβάνει την πιο έντομη μορφή της. Ταυτοχρόνως αντιμετωπίζε και το ενδεχόμενο της σύλληψης του από τους Γερμανούς, της προδοσίας από τους συναδέλφους του, της εμπλοκής του στις μάχες ανάμεσα στους αντάρτες.
Ο Ρόκι στη συνέχεια αποπειράται να ερμηνεύσει την πολύπλοκη και αντιφατική πολλές φορές συμπεριφοράς των κατοίκων των Τζουμέρκων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τεράστιες πιέσεις από το ξέσμασμα της εμφύλιας σύγκρουσης ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ και την ταυτόχρονη έναρξη των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Ο Ρόκι λοιπόν εμφανίζεται καταγγελτικός για τους αντάρτες του Ζέρβα, στους οποίους δεν αναγνωρίζει ουσιαστικά θετικές ιδιότητες. Αφηγείται μάλιστα και μία συνάντηση με τον ίδιο τον ηγέτη του ΕΔΕΣ η οποία έλβε χώρα στη Μεσούντα. Σύμφωνα με τον, ίδιο ο Ζέρβας του πρότεινε να ακολουθήσει το τμήμα των εδεσιτώνμ όμως η απάντησή του ήταν αρνητική.
Ο ΕΔΕΣ |
Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση του Ιταλού διαδραματίζει και η περιγραφή σκηνών από τη βιωμένη καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής. Έτσι π.χ. ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων βρίσκεται στο Βουργαρέλι:
"Φτάσαμε εκεί την επόμενη μέρα. Ήταν η πρώτη μέρα των Χριστουγέννων. Παντού το χιόνι ήταν στρωμένο, αλλά κια υτό το χωριό ήταν τελέιως κατεστραμμένο από τη φωτιά. Των Γερμανών ή των δικών μας, ποιος να ξέρει; Σε ένα από τα ερειπωμένα σπίτια φτιάξαμε ένα πρόχειρο καταλυμα μαζί με τους Ιταλούς. Πρώτα, πρώτα μαζέψαμε ξύλα από τα άλλα καμμένα σπίτια κι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε λίγο. Τα ξύλα όμως ήταν βρεγμένα και είχαμε γεμίζει καπνό. Από πάνω μα έμενε μια ελληνική οικογένεια, που διαμαρτυρόταν επειδή ο καπνός διαπερνούσε τις χαραμάδες του πατώματος τους κι έμπαινε στο χώρο τους. Καιπώς να κοιμόντουσαν σ' ένα τέτοιο χώρο σα καπνιστό κρέας! Με λίγα λόγια ωραία Χριστούγεννα είχαμε! Όλο το χωριό ήταν απερίγραπτα αναστατωμένο!"
Η βία των κατοχικών στρατευμάτων οδηγούσε στην αναγκαστική αναχώρηση των χωρικών από τις εστίες τους και στην αναζήτηση κρησφύγετου στα βουνά. Η πρακτική αυτή διέσωσε χιλιάδες κατοίκους από την εξόντωση αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, υπήρξε μια επίπονη εμπειρία:
"Χωριό δεν υπήρχε σε ολόκληρη την περιοχή. Οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και σκαρφάλωσαν στην κορυφή του βουνού για να είναι όσο το δυνατόν πιο μακρυά από τους Γερμανούς. Φοβόντουσαν μα προσπαθούσαν όλοι τους να βολευτούν όπως όπως σ' εκείνο το ύψος".
Ο ορεινός χώρος των Τζουμέρκων εμφανίζεται λοιπόν ως μια περιοχή όπου οι ανατροπές στην καθημερινότητα των ανθρώπων είναι συνεχείς. Ο Ρόκι περιγράφει με θετικά χρώματα την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Όλοι τον ονόμαζαν "Τζόρτζιο" και του συμπεριφερόταν με τον καλύτερο τρόπο. Αναφέρεται επίσης αναλυτικά σε όψεις της καθημερινότητας των κατοίκων των Τζουμέρκων. Έτσι π.χ. περιγράφει την "επέμβαση" στην οποία υποβλήθηκε προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα υγείας και η οποία συνιστά δείγμα της "λαϊκής ιατρικής" που ήταν διαδεμομένη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα.
Γίνεται επίσης αναφορά και στο τεράστιο ζήτημα των ημερών εκείνων - την πείναι και τις στερήσεις. Ο Ιταλός δε δίστασε να ομολογήσει πως δοκίμασε και σκαντζόχοιρο το κρέα του οποίου του φάνηκε "λίγο νοστιμότερο του αγριόχοιρου".
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι ντόπιοι εξακολουθούσαν να είναι επιφυλακτικοί έναντι των Ιταλών. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα εμφανίζονται και περιστατικά βιαιοπραγίας από χωρικούς. Ο ίδιος βέβαια "είχε πάρει το μάθημά του" και ήταν πολύ προσεκτικός:
"Όταν πήγαινα σε ένα σπίτι για να γυρέψω ελεημοσύνη, κοιτούσα πρωτύτερα κρυφά από τα παράθυρα ή από τις γρύλιες, μήπως βρισκόταν κανένας άντρας μέσα. Αλλά αν είχαν σκοτωθεί ο αδερφός, ο πατέρας ή ο γιος της οικογένειας , τότε είναι κατανοητό που ορμούσαν πάνω μας οργισμένοι".
Η συμπεριφορά αυτή ήταν ευεξήγητη. Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ρόκι τρόπον τινά τη δικαιολογεί:
"Γέροι, γυναίκες και παιδιά έχασαν έτσι τη ζωή τους. Αυτό μα ήτανε γνωστό ήδη από την εποχή εκείνη κι έτσι είπα στους Σικελούς: ¨Καλά τι νομίζετε εσείς; Τι περιμένετε; Να μας σφίξουν το χέρι και να μας πουν μπράβο; Η οργή τους είναι δικαιολογημένη! Έστων κι αν εμείς προσωπικά δεν τους κάναμε τίποτα! Ως Ιταλοί στρατιώτες ήμασταν συνυπεύθυνοι!¨Δεν χρειαζόταν φιλοσοφία για να το καταλάβεις".
Ο Ιταλός στρατιώτης δεν κρύβει την πολιτική του τοποθέτηση. Είναι ένας αριστερός που θέλγεται από τον αγώνα των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε μια χρονική συγκυρία που η σύγκρουση ενέχει και σαφείς εμφυλιακές διαστάσεις. Είναι μάλιστα εξαιρετικά αποκαλυπτικός ως προς το τι συνιστά η εμφύλια σύγκρουση για τις τοπικές μικροκοινωνίες. Δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και δεν φείδεται χαρακτηρισμών για πρόσωπα που εωρεί ότι διαδραμάτισαν αρνητικό ρόλο.
Η πορεία του Νοβέλλο Ρόκι στην Ελλάδα του πολέμου ολοκληρώθηκε τα Χριστούγεννα του 1944. Αναχώρησε για τη πατρίδα του με ένα παμπάλαιο μεταγωγικό και έφτασε στο λιμάνι του Ταράντο μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι τεσσάρων ημερών.
Η επιστροφή του "Τζόρτζιο" στην Ελλάδα πολλά χρόνια μετά και η συνάντηση του με τα μέλη της οικογένειας που τον φιλοξενούσε στα βουνά της Ηπείρου ήταν συγκινησιακά φορτισμένη και αποτελούσε για τον ίδιο σημαντική στιγμή στη ζωή του.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
● Οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην ταυτίζονται με τα περιεχόμενα του άρθρου. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
● Οι διαχειριστές του ιστολόγιου δεν ευθύνονται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει.
● Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, γενικά και εναντίον των συνομιλητών ή των συγγραφέων.
● Μην δημοσιεύετε άσχετα σχόλια με το θέμα.
● Με βάση τα παραπάνω οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.