Ο θρύλος της υπόγειας πόλης της Μαλακοπής στην Αγιοτόκο Καππαδοκία
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης στον Γέροντα Παΐσιο
Οι υπόγειες πόλεις στη Καππαδοκία είναι πάρα πολλές (τουλάχιστον 200 με δύο επίπεδα και 40 με τρία και πάνω) και έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα
«Θα είναι τόσο χαλαρά τα πράγματα στην Καππαδοκία που θα μπορεί να πηγαίνει όποιος θέλει, οπότε θα είναι σαν να την έχουμε»
Στα υπόγεια περάσματα της Μαλακοπής υπάρχει χώρος για τουλάχιστον 10.000 άτομα
Το 1963 ένας κάτοικος του χωριού Μαλακοπή (Ντερίνκουγιου στα Τουρκικά, που σημαίνει Βαθύ Πηγάδι) στην περιοχή της Καππαδοκίας, γκρεμίζοντας ένα τοίχο στο σπίτι του που ήταν -όπως όλα της περιοχής- σκαμμένο στο βράχο, ανακάλυψε έκπληκτος, ότι πίσω από τον βράχο υπήρχε ένα μυστηριώδες δωμάτιο το οποίο δεν είχε ξαναδεί. Αυτό το δωμάτιο τον οδήγησε σ’ ένα άλλο και μετά σε άλλο και ούτω καθ’ εξής.
Οι αρχαιολόγοι άρχισαν να μελετούν την υπόγεια πόλη και έφτασαν στα 40 μ. βάθος. Τελικά ανακαλύφθηκαν 11 επίπεδα εκ των οποίων μόνο στα οκτώ πρώτα είναι δυνατή η επίσκεψη, κάτι που ξεκίνησε το 1969. Στα υπόλοιπα γίνονται ακόμα μελέτες και ανασκαφές, από τους αρχαιολόγους.
Αρχικά κτίστηκε από τους Φρύγες, μεταξύ 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. σύμφωνα με το τουρκικό τμήμα πολιτισμού και μετά διευρύνθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή. Πιθανόν όμως αυτό να έγινε και από τους Χιττίτες ακόμα παλαιότερα όπως το 1.400 π.Χ. Η αρχαιότερη γνωστή πηγή είναι ο Ξενοφών ο οποίος αναφέρει στο έργο του «Ανάβασις» ότι οι τρωγλοδύτες κάτοικοι της Ανατολίας έσκαβαν υπόγεια τα σπίτια τους με την άνεση να χωρούν ολόκληρη οικογένεια, με οικόσιτα ζώα και αποθήκες τροφίμων.
Η υπόγεια πόλη στο σημερινό Ντερίνκουγιου(στα Τουρκικά) έχει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που υπάρχουν και στις άλλες υπόγειες πόλεις- συγκροτήματα της ευρύτερης περιοχής της Καππαδοκίας όπως: εργαστήρια κρασιού και ελαίου, στάβλους, κελάρια, δωμάτια αποθήκευσης, τραπεζαρίες και παρεκκλήσια. Μοναδικό στοιχείο στο συγκρότημα, το οποίο βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο, είναι ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μια θολωτή οροφή. Έχει αναφερθεί ότι αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως Θρησκευτική Σχολή ενώ τα δωμάτια στο αριστερό του μέρος προοριζόταν για μελέτη. Μεταξύ των τρίτου και τέταρτου επιπέδου υπάρχει μια κάθετη σκάλα. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια σταυροειδή εκκλησία στο χαμηλότερο επίπεδο. Η 55 μ. κυλινδρική στήλη εξαερισμού, εμφανίζεται να χρησιμοποιείται ως φρεάτιο. Η κυλινδρική στήλη παρείχε επίσης το νερό για να πλένονται οι διαμένοντες, όταν ο εξωτερικός κόσμος δεν τους ήταν προσιτός.
Την πόλη μπορούσαν να την σφραγίσουν από μέσα με μεγάλες πέτρινες πόρτες. Διέθετε επίσης αποθήκες, πηγές και φρεάτια εξαερισμού που έφταναν μέχρι 30 μ. βάθος, έτσι καθιστούσαν δυνατή τη μακροχρόνια παραμονή σ’ αυτές. Η υπόγεια πόλη στη Μαλακοπή είναι η μεγαλύτερη που έχει ανασκαφτεί στην Τουρκία. Το συγκρότημα έχει συνολικά 11 επίπεδα, αν και πολλά από αυτά δεν έχουν ανασκαφεί. Καλύπτει μια έκταση 2.000 τετραγωνικών ποδών, η οποία πιθανόν να φτάνει τα 7.000 τετραγωνικά πόδια (650 τετρ. μέτρα). Κάθε επίπεδο θα μπορούσε να κλείσει ανεξάρτητα από τα άλλα. Η πόλη είναι συνδεδεμένη με άλλες υπόγειες πόλεις με σήραγγες πολλών χιλιομέτρων.
Οι βαριές πέτρινες πόρτες, οι οποίες απομόνωναν το υπόγειο συγκρότημα από τον έξω κόσμο. Αυτές έχουν ένα ύψος 1-1,5 μ, 30-50 εκατ. στο πλάτος και ζυγίζουν 200-500 κιλά. Η τρύπα στο κέντρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανοιγοκλείνει η πόρτα-μυλόπετρα, ή για να βλέπουν ποιός είναι στην άλλη πλευρά. Πολλές παγίδες είχαν σχεδιαστεί για να παραπλανήσουν, να απομονώσουν και να φυλακίσουν τους εισβολείς οι οποίοι εάν έπεφταν μέσα ήταν καταδικασμένοι σε αργό και μαρτυρικό θάνατο. Οι επιτιθέμενοι, γνωρίζοντας τις παγίδες που περιμένουν αυτούς που εισβάλλουν, συνήθως προσπαθούσαν να κάνουν τον τοπικό πληθυσμό να αφήσει τα καταφύγια του, με τη δηλητηρίαση των φρεατίων. Οι κατασκευαστές όμως είχαν προβλέψει και αυτόν τον κίνδυνο και είχαν ανοίξει πηγάδια τα οποία ποτέ δεν έφθαναν στο επίπεδο της επιφάνειας της γης.
Η υπόγεια πόλη στη Μαλακοπή χρησιμοποιείτο για να κρύβονται και οι πρώτοι Χριστιανοί, που κατόρθωναν να ξεφύγουν από τη δίωξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όλα τα ευρήματα των ανασκαφών, σε αυτές τις υπόγειες κατασκευές ανήκουν στη μέσο βυζαντινή περίοδο, δηλαδή μεταξύ του 5ου και του 10ου αιώνα μ.Χ. Οι υπόγειες κατασκευές, χρησιμοποιούνται γενικά ως καταφύγιο και για θρησκευτικούς λόγους, οι διαμάχες γύρω από τους οποίους αυξάνονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι Ελληνόφωνες χριστιανικές κοινότητες της περιοχής προστατεύονταν κλείνοντας τις πόρτες των καταφυγίων, για να αποφύγουν τις αραβικές επιδρομές του χαλιφάτου Umayad που άρχισαν τον 7ο αιώνα και των Αβασιδών αργότερα.
Οι υπόγειες πόλεις στη Καππαδοκία είναι πάρα πολλές (τουλάχιστον 200 με δύο επίπεδα και 40 με τρία και πάνω) και έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως δωμάτια για την αποθήκευση τροφίμων, κουζίνες, στάβλους, εργαστήρια κρασιού ή ελαίου και αγωγούς για τον εξαερισμό. Η υπόγεια πόλη της Μαλακοπής, με τα ένδεκα επίπεδα και το μεγάλο βάθος της των 85 μέτρων, ήταν αρκετά μεγάλη για να προστατεύσει από 3 έως και 50 χιλιάδες ανθρώπων, μαζί με το ζωικό τους κεφάλαιο.
Αρχαιολόγοι αναφέρουν ότι το δωμάτιο (δεξιά) χρησιμοποιήθηκε ως Θρησκευτική Σχολή
Ο φωτισμένος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα Καππαδοκίας
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι’ αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι’ αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο βδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει.Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή και οι ενοράσεις του Αγίου Παϊσίου
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης:
«Και την Κωνσταντινούπολη θα την πάρουμε . Θα μας την δώσουν δηλαδή. Όχι από καλοσύνη ή από δικαιοσύνη . Όχι . Αλλά θα οικονομήσει ο Θεός να ‘ρθουν έτσι τα συμφέροντα των μεγάλων, ώστε να τους βολεύει να’ χουμε εμείς την Πόλη.
Και την Καππαδοκία θα την πάρουμε…»
Τον κοίταξα με απορία.
– «Και την Καππαδοκία γέροντα;» ρώτησα .
«Έ!…Θα είναι τόσο χαλαρά τα πράγματα εκεί που θα μπορεί να πηγαίνει όποιος θέλει, οπότε θα είναι σαν να την έχουμε.
– «Καλά Γέροντα , οι Τούρκοι είναι δέκα εκατομμύρια στην Πόλη …και θα μας την δώσουν, πως θα μπορέσουμε να τους ελέγξουμε ;»
«Θα τους περάσουν απέναντι, από την άλλη μεριά . Θα πεθάνουν πάρα πολλοί. Το έχει πει και ο Άγιος Αρσένιος αυτό. Είχε γράψει ένα τετράδιο με προφητείες …;»
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης στον Γέροντα Παΐσιο
Οι υπόγειες πόλεις στη Καππαδοκία είναι πάρα πολλές (τουλάχιστον 200 με δύο επίπεδα και 40 με τρία και πάνω) και έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα
«Θα είναι τόσο χαλαρά τα πράγματα στην Καππαδοκία που θα μπορεί να πηγαίνει όποιος θέλει, οπότε θα είναι σαν να την έχουμε»
Στα υπόγεια περάσματα της Μαλακοπής υπάρχει χώρος για τουλάχιστον 10.000 άτομα
Το 1963 ένας κάτοικος του χωριού Μαλακοπή (Ντερίνκουγιου στα Τουρκικά, που σημαίνει Βαθύ Πηγάδι) στην περιοχή της Καππαδοκίας, γκρεμίζοντας ένα τοίχο στο σπίτι του που ήταν -όπως όλα της περιοχής- σκαμμένο στο βράχο, ανακάλυψε έκπληκτος, ότι πίσω από τον βράχο υπήρχε ένα μυστηριώδες δωμάτιο το οποίο δεν είχε ξαναδεί. Αυτό το δωμάτιο τον οδήγησε σ’ ένα άλλο και μετά σε άλλο και ούτω καθ’ εξής.
Οι αρχαιολόγοι άρχισαν να μελετούν την υπόγεια πόλη και έφτασαν στα 40 μ. βάθος. Τελικά ανακαλύφθηκαν 11 επίπεδα εκ των οποίων μόνο στα οκτώ πρώτα είναι δυνατή η επίσκεψη, κάτι που ξεκίνησε το 1969. Στα υπόλοιπα γίνονται ακόμα μελέτες και ανασκαφές, από τους αρχαιολόγους.
Αρχικά κτίστηκε από τους Φρύγες, μεταξύ 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. σύμφωνα με το τουρκικό τμήμα πολιτισμού και μετά διευρύνθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή. Πιθανόν όμως αυτό να έγινε και από τους Χιττίτες ακόμα παλαιότερα όπως το 1.400 π.Χ. Η αρχαιότερη γνωστή πηγή είναι ο Ξενοφών ο οποίος αναφέρει στο έργο του «Ανάβασις» ότι οι τρωγλοδύτες κάτοικοι της Ανατολίας έσκαβαν υπόγεια τα σπίτια τους με την άνεση να χωρούν ολόκληρη οικογένεια, με οικόσιτα ζώα και αποθήκες τροφίμων.
Η υπόγεια πόλη στο σημερινό Ντερίνκουγιου(στα Τουρκικά) έχει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που υπάρχουν και στις άλλες υπόγειες πόλεις- συγκροτήματα της ευρύτερης περιοχής της Καππαδοκίας όπως: εργαστήρια κρασιού και ελαίου, στάβλους, κελάρια, δωμάτια αποθήκευσης, τραπεζαρίες και παρεκκλήσια. Μοναδικό στοιχείο στο συγκρότημα, το οποίο βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο, είναι ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μια θολωτή οροφή. Έχει αναφερθεί ότι αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως Θρησκευτική Σχολή ενώ τα δωμάτια στο αριστερό του μέρος προοριζόταν για μελέτη. Μεταξύ των τρίτου και τέταρτου επιπέδου υπάρχει μια κάθετη σκάλα. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια σταυροειδή εκκλησία στο χαμηλότερο επίπεδο. Η 55 μ. κυλινδρική στήλη εξαερισμού, εμφανίζεται να χρησιμοποιείται ως φρεάτιο. Η κυλινδρική στήλη παρείχε επίσης το νερό για να πλένονται οι διαμένοντες, όταν ο εξωτερικός κόσμος δεν τους ήταν προσιτός.
Την πόλη μπορούσαν να την σφραγίσουν από μέσα με μεγάλες πέτρινες πόρτες. Διέθετε επίσης αποθήκες, πηγές και φρεάτια εξαερισμού που έφταναν μέχρι 30 μ. βάθος, έτσι καθιστούσαν δυνατή τη μακροχρόνια παραμονή σ’ αυτές. Η υπόγεια πόλη στη Μαλακοπή είναι η μεγαλύτερη που έχει ανασκαφτεί στην Τουρκία. Το συγκρότημα έχει συνολικά 11 επίπεδα, αν και πολλά από αυτά δεν έχουν ανασκαφεί. Καλύπτει μια έκταση 2.000 τετραγωνικών ποδών, η οποία πιθανόν να φτάνει τα 7.000 τετραγωνικά πόδια (650 τετρ. μέτρα). Κάθε επίπεδο θα μπορούσε να κλείσει ανεξάρτητα από τα άλλα. Η πόλη είναι συνδεδεμένη με άλλες υπόγειες πόλεις με σήραγγες πολλών χιλιομέτρων.
Οι βαριές πέτρινες πόρτες, οι οποίες απομόνωναν το υπόγειο συγκρότημα από τον έξω κόσμο. Αυτές έχουν ένα ύψος 1-1,5 μ, 30-50 εκατ. στο πλάτος και ζυγίζουν 200-500 κιλά. Η τρύπα στο κέντρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανοιγοκλείνει η πόρτα-μυλόπετρα, ή για να βλέπουν ποιός είναι στην άλλη πλευρά. Πολλές παγίδες είχαν σχεδιαστεί για να παραπλανήσουν, να απομονώσουν και να φυλακίσουν τους εισβολείς οι οποίοι εάν έπεφταν μέσα ήταν καταδικασμένοι σε αργό και μαρτυρικό θάνατο. Οι επιτιθέμενοι, γνωρίζοντας τις παγίδες που περιμένουν αυτούς που εισβάλλουν, συνήθως προσπαθούσαν να κάνουν τον τοπικό πληθυσμό να αφήσει τα καταφύγια του, με τη δηλητηρίαση των φρεατίων. Οι κατασκευαστές όμως είχαν προβλέψει και αυτόν τον κίνδυνο και είχαν ανοίξει πηγάδια τα οποία ποτέ δεν έφθαναν στο επίπεδο της επιφάνειας της γης.
Η υπόγεια πόλη στη Μαλακοπή χρησιμοποιείτο για να κρύβονται και οι πρώτοι Χριστιανοί, που κατόρθωναν να ξεφύγουν από τη δίωξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όλα τα ευρήματα των ανασκαφών, σε αυτές τις υπόγειες κατασκευές ανήκουν στη μέσο βυζαντινή περίοδο, δηλαδή μεταξύ του 5ου και του 10ου αιώνα μ.Χ. Οι υπόγειες κατασκευές, χρησιμοποιούνται γενικά ως καταφύγιο και για θρησκευτικούς λόγους, οι διαμάχες γύρω από τους οποίους αυξάνονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι Ελληνόφωνες χριστιανικές κοινότητες της περιοχής προστατεύονταν κλείνοντας τις πόρτες των καταφυγίων, για να αποφύγουν τις αραβικές επιδρομές του χαλιφάτου Umayad που άρχισαν τον 7ο αιώνα και των Αβασιδών αργότερα.
Οι υπόγειες πόλεις στη Καππαδοκία είναι πάρα πολλές (τουλάχιστον 200 με δύο επίπεδα και 40 με τρία και πάνω) και έχουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως δωμάτια για την αποθήκευση τροφίμων, κουζίνες, στάβλους, εργαστήρια κρασιού ή ελαίου και αγωγούς για τον εξαερισμό. Η υπόγεια πόλη της Μαλακοπής, με τα ένδεκα επίπεδα και το μεγάλο βάθος της των 85 μέτρων, ήταν αρκετά μεγάλη για να προστατεύσει από 3 έως και 50 χιλιάδες ανθρώπων, μαζί με το ζωικό τους κεφάλαιο.
Αρχαιολόγοι αναφέρουν ότι το δωμάτιο (δεξιά) χρησιμοποιήθηκε ως Θρησκευτική Σχολή
Ο φωτισμένος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα Καππαδοκίας
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός, ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι’ αυτό ο π. Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ημέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι’ αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη μέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο βδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει.Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή και οι ενοράσεις του Αγίου Παϊσίου
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης:
«Και την Κωνσταντινούπολη θα την πάρουμε . Θα μας την δώσουν δηλαδή. Όχι από καλοσύνη ή από δικαιοσύνη . Όχι . Αλλά θα οικονομήσει ο Θεός να ‘ρθουν έτσι τα συμφέροντα των μεγάλων, ώστε να τους βολεύει να’ χουμε εμείς την Πόλη.
Και την Καππαδοκία θα την πάρουμε…»
Τον κοίταξα με απορία.
– «Και την Καππαδοκία γέροντα;» ρώτησα .
«Έ!…Θα είναι τόσο χαλαρά τα πράγματα εκεί που θα μπορεί να πηγαίνει όποιος θέλει, οπότε θα είναι σαν να την έχουμε.
– «Καλά Γέροντα , οι Τούρκοι είναι δέκα εκατομμύρια στην Πόλη …και θα μας την δώσουν, πως θα μπορέσουμε να τους ελέγξουμε ;»
«Θα τους περάσουν απέναντι, από την άλλη μεριά . Θα πεθάνουν πάρα πολλοί. Το έχει πει και ο Άγιος Αρσένιος αυτό. Είχε γράψει ένα τετράδιο με προφητείες …;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
● Οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην ταυτίζονται με τα περιεχόμενα του άρθρου. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν με οποιοδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
● Οι διαχειριστές του ιστολόγιου δεν ευθύνονται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει.
● Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, γενικά και εναντίον των συνομιλητών ή των συγγραφέων.
● Μην δημοσιεύετε άσχετα σχόλια με το θέμα.
● Με βάση τα παραπάνω οι διαχειριστές έχουν το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.